United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ανάγκη μ' έσπρωχνε κ' έγραφα, γέμιζα το ένα μετά το άλλο τα λευκά φύλλα και τα έβαζα στο σωρό του χειρογράφου, που μεγάλωνε μπροστά μου απάνω στο τραπέζι. Είτανε σα να μου ψιθύριζε στο αυτί κάποια αόρατη φωνή την προσταγή της και σα να χρωστούσα να υπακούσω στη φωνή αυτή, να την υπακούσω τυφλά. Με είχε πιάσει μια καταπληχτική βία, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Εδίστασα. Κατ' αρχάς έκρινα συμφορώτερον να μην υπακούσω. Είτα μεταμεληθείσα εφρόντισα να κλείσω τα δύο θυρόφυλλα του θαλάμου, εν ώ εκοιμάσο, κόρη μου, μη θέλουσα να σε ίδη, όστις και αν ήτο, και ήνοιξα την έξω θύραν του προθαλάμου. Εισήλθεν άνθρωπος τις άγνωστος. Εξεπλάγην διά την ωχρότητα της μορφής του. Εφόρει δε αλλόκοτα ενδύματα. Εν τούτοις δεν εφοβήθην.

Και πριν καιρό μου αφίση, Για πιον να τον ρωτήσω, Το στόμα του σα βρύση Επήγαινε ξοπίσω Να λέη για κείνον τόσα, Που του αποσταίνει η γλώσσα, Και αφού αποξεθυμαίνει Να τον κατηγοράη, Ανήσυχος προσμένει· Στα μάτια με τηράει, Να ιδή τι γνώμην έχω, Κι' αν στα νερά του τρέχω. Κυρ Μώμε, το σκοπό σου, Του λέω, καλά απεικάζω. Μηδέ το φέρσιμό σου Εγώ καταδικάζω. Μον δεν μπρω ν' ακούσω Για να σε υπακούσω.

ΕΔΓΑΡ Αχ! ο τρελλός κρυώνει! ΓΛΟΣΤ. Έλα μαζί μου. Δεν 'μπορώ εγώ να υπακούσω 'ς τ' απάνθρωπα προστάγματα των δυο σου θυγατέρων. Μ' επρόσταξαν, αυθέντα μου, να σε αφήσω έξω εις της νυκτός το έλεος και της ανεμοζάλης. Πλην δεν τας ελογάριασα, κ' ήλθα εδώ να σ' εύρω κ' εις μέρος όπου φαγητόν και ζέστη σε προσμένει να σ' οδηγήσω.

Εχρειάσθηκα εξ ανάγκης διά να υπακούσω τούτο το φοβερώτατον τελώνιον, με όλον που η θεωρία του δεν μου έδιδε καλήν ελπίδα, και επήγα και εκάθησα κοντά του.

Οπόταν ο πατέρας μου το στέρξη διά να με αφήση, του είπεν η Βασιλοπούλα, εγώ είμαι έτοιμη να υπακούσω εις την θέλησιν του Καισάγια, μ' όλον πού τέτοιο ταξείδι είνε εναντίον της ορέξεώς μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ Δέσποινα, 'ς ό,τι δυνηθώ θα σε υπακούσω. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Απόκρισις καλή και σπλαχνική· θα ήσαι εις την Δανίαν όμοιός μας. Δέσποινά μου, πηγαίνομε· η γλυκειά και αβίαστη του Αμλέτου παραδοχή μου ανοίγει της καρδιάς τα φύλλα.

Ειπέ λοιπόν εις αυτόν, Κέβη, είπε, την αλήθειαν, ότι έκαμα αυτά τα ποιήματα, όχι με τον σκοπόν να διαγωνισθώ με αυτόν εις την τέχνην, ούτε με τα ποιήματα αυτού· διότι εγνώριζον, ότι δεν είναι εύκολον· αλλά διά να ζητήσω την εξήγησιν μερικών ονείρων και διά να υπακούσω εις αυτά, δοκιμάζων μήπως από τας ωραίας τέχνας ταύτην, δηλαδή την ποίησιν, πολλάς φοράς με διατάττουν να εξασκώ.

Έπειτα θάψε το όπως θέλεις.» Ο δε Άρπαγος απεκρίθη· «Ω βασιλεύ, ου μόνον μέχρι τούδε δεν είδες εις εμέ αχαριστίαν τινά, αλλά και εις το μέλλον θα προσέχω να μη πταίσω προς σε. Εάν λοιπόν σοι ήναι ευάρεστον να γίνη ούτω το πράγμα, το καθήκον μου είναι να υπακούσω προθύμωςΤαύτα ειπών έλαβε το παιδίον κεκοσμημένον διά τον θάνατον, και κλαίων επορεύετο εις την οικίαν του.

Αχ μη με υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να γυρίσης. Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω καθώς ορίζεις.