United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καλός Φλώρος βλέπων της φίλης του την ωχρότητα και την ανησυχίαν εζήτει παντοιοτρόπως να κρατήση αυτήν, ικετεύων μετά δακρύων ν' αναβάλη την λιτανείαν. Αλλ' αφού άπαξ εδέχθη το πικρόν ποτήριον, έπρεπεν η Ιωάννα να καταπίη αυτό μέχρι πυθμένος. Άλλως δε αδύνατον πλέον ήτο να οπισθοδρομήση.

Όταν εισήλθον, εσιώπησε και με υπεδέχθη μετά λεπτοτάτης χάριτος. Ομίλει χαμηλοφώνως και εις την στάσιν της διέκρινέ τις το ωχρόν και φευγαλέον. Διέκρινα ίχνη θλίψεως εις το πρόσωπόν της, το οποίον με όλην την άκραν ωχρότητά του, δεν εστερείτο κάλλους. Έφερε βαρύ πένθος και όψις της μου ενέπνευσεν αίσθημα σεβασμού και ενδιαφέροντος αναμίκτου με θαυμασμόν.

Εξ αυτών ο μεν Δάμις είχεν αποθάνει δηλητηριασθείς υπό του υιού του, ο δε Λάμπις ηυτοκτόνησεν εξ έρωτος προς την Μύρτιον την εταίραν, και ο Βλεψίας ελέγετο ότι είχεν αποθάνει εξ ασιτίας ο δυστυχής, το οποίον και εφαίνετο εις την μεγάλη του ωχρότητα και την άκραν εξασθένησιν. Εγώ δε αν και εγνώριζα τους ανέκρινα διά να μου 'πουν κατά ποίον τρόπον απέθαναν.

Τις εγώ ο νομίσας ότι ήσαν εις την εξουσίαν μου της φύσεως τα μυστήρια; Ότε είδα την ωχρότητα του θανάτου εις το πρόσωπόν της και ήκουσα τους τελευταίους βιαίους παλμούς της καρδίας της, τότε συνησθάνθην την φρίκην του έργου μου και απηλπισμένος έτρεξα και ερρίφθην εις την θάλασσαν. Διατί με έσωσαν; Διατί δεν με αφήκαν να αποθάνω; Τι εκέρδισα ζων;

Εδίστασα. Κατ' αρχάς έκρινα συμφορώτερον να μην υπακούσω. Είτα μεταμεληθείσα εφρόντισα να κλείσω τα δύο θυρόφυλλα του θαλάμου, εν ώ εκοιμάσο, κόρη μου, μη θέλουσα να σε ίδη, όστις και αν ήτο, και ήνοιξα την έξω θύραν του προθαλάμου. Εισήλθεν άνθρωπος τις άγνωστος. Εξεπλάγην διά την ωχρότητα της μορφής του. Εφόρει δε αλλόκοτα ενδύματα. Εν τούτοις δεν εφοβήθην.

Εδιάλεξα τους σοφωτέρους εξ αυτών, ως ηδύνατο κανείς να συμπεράνη από την σκυθρωπότητα και την ωχρότητα του προσώπου και από το μέγεθος της γενειάδος των. Και τωόντι αμέσως μου έκαμαν την εντύπωσιν ανθρώπων οι οποίοι λέγουν υψηλά πράγματα και γνωρίζουν τα θαυμάσια του ουρανού.

Την στιγμήν εκείνην επέστρεψεν η γραία Παντελού, αφού είχε προπέμψει μέχρι της κλίμακος την γηραιάν φίλην της. — Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο, είπεν ιδούσα την έκτακτον ωχρότητά της, και μη μαντεύουσα τι είχε λεχθή. Η ασθενής κατέβαλεν υπεράνθρωπον αγώνα, και συνήλθε. Δεν εξέφερε κανέν παράπονον. Εβίασε εαυτήν να μειδιάση προς την πενθεράν και προς το θυγάτριόν της.

Παρουσίαζεν όλα τα συνήθη συμπτώματα του θανάτου. Τα χαρακτηριστικά της, όπως συνήθως συμβαίνει, ήσαν συνεσπασμένα και άκαμπτα. Όπως συνήθως συμβαίνει, τα χείλη είχαν μαρμάρινην ωχρότητα. Τα μάτια δεν διετήρουν καμμίαν λάμψιν. Πάσα θερμότης εξηφανίσθη. Οι σφυγμοί είχαν παύσει να κτυπούν. Προτού να θάψουν το σώμα, το διετήρησαν επί τρεις ολοκλήρους ημέρας, και έγεινε σκληρόν ως λίθος.