United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε ξένος έπεσεν επί της κλίνης, διαλογιζόμενος την προς αυτόν φιλοφροσύνην του πτωχού οικοδεσπότου, την προς τα τέκνα του τρυφερότητά του, την ανησυχίαν του διά την πάσχουσαν σύζυγόν του, την καθαριότητα και τάξιν της πτωχής καλύβης, και τον ήσυχον ύπνον των έξ πλησίον του αθώων παιδίων.

Πρώτη αρχή της γλώσσης είναι οι κρότοι του στόματος και της ρινός, όχι ακόμη οι μιμητικώς και τεχνικώς διά του λάρυγγος εξερχόμενοι, αλλά αυθορμήτως και φυσικώς και επιφωνηματικώς κατά τινα ανάγκην του σώματος, ή πόνον, ή ανησυχίαν, ή πάθησιν.

Έχων δε πάντοτε προ οφθαλμών τον κίνδυνον της Ακροπόλεως και βλέπων την ανάγκην του να κάμη κανέν αποφασιστικόν κίνημα υπέρ των εν αυτή πολιορκουμένων, πολλάς ημέρας κατά συνέχειαν ήτον εις ανησυχίαν και περιφερόμενος εις τας διαφόρους θέσεις του στρατοπέδου επαρατηρούσε και εσχεδίαζεν.

Φαίνεται ότι αι επίπονοι εξετάσεις της χώρας εκείνης είχον εμποιήσει ανησυχίαν εις τον Πρωτόγυφτον. Ότε δε απεμακρύνθησαν παραπολύ, τότε μόνον τη επρότεινε να καθίσωσιν εις μέρος τι και να αριστήσωσιν. Είτα δε τη είπε·Τώρα είνε ανάγκη να καθίσωμε 'δω, που είνε παράμερα. Κοντεύομε να φθάσωμεν εις το χωριό μας. Δεν πρέπει να φανώμεν εκεί την ημέραν, μη μας ιδούν. Όταν νυχτώση, τότε θα πάμε.

Η καρδία του Χίλωνος ήρχισε να πάλλη από ανησυχίαν. Εις το δωμάτιον επεκράτει σχεδόν σκότος, ήτο εσπέρα χειμώνος λίαν νεφελώδης, και η φλοξ των λυχνιών ατελώς διασκέδαζε το σκότος.

Ο κυρ Μανωλάκης ήθελεν ησυχίαν και ανάπαυσιν, αλλ' η κυρά- Μανωλάκαινα τουναντίον ήθελεν ανησυχίαν και κίνησιν. Αυτή σαν ήθελε να κάθεται κλεισμένη, έλεγε, δεν πανδρευότανε. Αυτή είχε τόσα προτερήματα, τόσα καμώματα ευγενικά· περιπλέον είχε τόσα στολίδια. Ήθελε λοιπόν να τα επιδείξη, προτερήματα και στολίδια. Γι' αυτό πανδρεύονται οι άνθρωποι!

Ο Σαϊτονικολής όμως εφοβήθη ότι συνέβη τίποτε κακόν, ότι ζωοκλέπται ίσως επέδραμον εις την μάνδραν, και τον ηρώτησε με ανησυχίαν πως ήτονε κεκατέβηκε. — Ήρθα να σαςε 'δώ, απήντησεν απλώς ο Μανώλης. Αλλ' αφού εκάθησεν εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν του σπιτιού, ως συνήθιζεν, είπε κάτι τι καταπληκτικόν: — Θα κάτσω κεγώ στο χωριό δυο τρεις μέρες. Όλο στα βουνά θα ζω, σαν αγρίμι;

Μετ' ολίγας στιγμάς ησθάνθην αυτόν πλησιάσαντα εις δειλόν τινα και ωχρόν κύριον, ούτινος η μαραμμένη μορφή ενέφαινε κάματον, ανησυχίαν, και πεζότερόν τι ίσως έτι συναίσθημα, το της πείνης. Τις οίδε πόσην ώραν είχεν ο ταλαίπωρος να φάγη. — Λοιπόν, κυρ Θοδωράκη, δεν θα κάμωμεν τίποτε; ηρώτησεν επαγωγώς μειδιών ο κυρ Γιάννης. Δεν θα μου δώσης ένα δεκάρι εις τα σαρανταεννηά;

Είς ή δύο Γραμματείς και Φαρισαίοι παρόντες, ιστάμενοι ολίγον παράμερα από το πλήθος, υποψιθυρίζουσι προς αλλήλους την αμηχανίαν, την αγανάκτησιν, την ανησυχίαν των.

Αφού δε ηρεύνησε τα επί του πατώματος, ήρχισε να εξετάζη και τα επί των τοίχων. Παρηκολούθουν τας κινήσεις του εν σιωπή, μειδιών λάθρα διά την ανησυχίαν του. Υπεράνω της κλίνης του εκρέμαντο επί του τοίχου τρεις εικόνες· εν τω μέσω η Παναγία, εκατέρωθεν δε ο άγιος Νικόλαος και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.