United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ' ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε τότε· και είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το ωχρόν και κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν ένας ήλιος της αυγής, θαρρείς.

Διά να μη μας μεμφθώσι δε ότι κάμνομεν κατάχρησιν της ελευθερίας των παρομοιώσεων, θα προσθέσωμεν ότι ολιγώτερον τολμηρόν θα ήτο να παραβάλη τις το άτυχον εκείνο ηλιακόν ωρολόγιον με πρόσωπον υποψηφίου βουλευτού, ωχρόν κ' ελεεινόν εκ της αϋπνίας ή εκ του φόβου της αποτυχίας, υποψηφίου κολλημένου σύρριζα εις τον τοίχον, στριμωγμένου όπισθεν του ανοικτού καλύμματος του κιβωτίου των καλπών, επαιτούντος εν συντριβή καρδίας τας ψήφους των εκλογέων, με ορθήν ή λοξήν την ρίνα και με χάσκον το στόμα δεικνύοντος, κατά το τραϊάνειον επίγραμμα, τας ώρας εις τους προ των καλπών διαβαίνοντας ψηφοφόρους .

Αυτός εγέλασεείνε δε τυφλόν γεροντάκι, ωχρόν και με λεπτήν φωνήνΓνωρίζω, παιδί μου, είπε, ότι ευρίσκεσαι εις αυτήν την απορίαν, διότι οι σοφοί ούτε μεταξύ των, ούτε προς τους εαυτούς των συμφωνούν• δυστυχώς όμως δεν μου επιτρέπεται να σου 'πω τίποτε, διότι απαγορεύεται υπό του Ραδαμάνθυος. Όχι, μη μου αρνήσαι, πατεράκη, του είπα, και μη με αφήσης να περιφέρωμαι εις την ζωήν τυφλότερος από σε.

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Φέρουσαι μεθ' εαυτών τα πολύτιμα αρώματά των, αλλ' ουδέν γνωρίζουσαι περί κουστωδίας και σφραγίσεως, εναγωνίως ηρώτων αλλήλας, καθώς έτρεχον με δειλά και θλιβερά βήματα εις το σκότος και εις το ωχρόν φέγγος της σελήνης και του λυκαυγούς, «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου». Αι δύο Μαρίαι έτρεχον πρώται εις την πορείαν ταύτην της αφοσιώσεως, μετ' αυτάς δε ήρχοντο η Σαλώμη και η Ιωάννα.

Και αυτή είχε μάθη την εξαφάνισιν της Λιγείας, και σκεφθείσα ότι ήτο ευκολώτερον εις αυτήν παρά εις τον Άουλον να μεταβή πλησίον της Ακτής, ήρχετο να ζητήση πληροφορίας. Ιδούσα τον Βινίκιον, έστρεψε προς αυτόν το ασθενές και ωχρόν πρόσωπόν της. — Μάρκε, ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον, το οποίον μας έκαμες, εις ημάς και εις την Λίγειαν.

Όταν εισήλθον, εσιώπησε και με υπεδέχθη μετά λεπτοτάτης χάριτος. Ομίλει χαμηλοφώνως και εις την στάσιν της διέκρινέ τις το ωχρόν και φευγαλέον. Διέκρινα ίχνη θλίψεως εις το πρόσωπόν της, το οποίον με όλην την άκραν ωχρότητά του, δεν εστερείτο κάλλους. Έφερε βαρύ πένθος και όψις της μου ενέπνευσεν αίσθημα σεβασμού και ενδιαφέροντος αναμίκτου με θαυμασμόν.

Η ανθρωπίνη διάνοια είνε ωχρόν κάτοπτρον των συναισθημάτων της ψυχής, μηδέν δυναμένη να εξεικονίση εκ τούτων, διά τούτο, εγκαταλείποντες την ιστορίαν των θειοτέρων εμπνεύσεων, κατατριβόμεθα συνηθέστατα με τα επεισόδια, αποπειρώμενοι να επιδείξωμεν την δύναμίν μας εκεί, ένθα μόνον την αδυναμίαν μας αποδεικνύομεν.

Εκείνη εις την πρύμνην καθημένη, εδέχετο κατ' όψιν το ωχρόν φως της σελήνης, το οποίον επέχριεν ως με αργυράν κόνιν τους αβρούς χαρακτήρας του ωραίου προσώπου της. Ο νέος την εκύτταζε δειλώς. Δεν ήτο ναύτης, αλλ' είξευρε να κωπηλατή, ως ανατραφείς πλησίον του κύματος.

Η Βεάτη προσήρμοσεν αύθις τον οφθαλμόν εις το κλείθρον και τότε κατώρθωσε να διακρίνη πρόσωπόν τι νεάνιδος ωχρόν και ισχνόν, περιβαλλόμενον υπό ατάκτου καστανής κόμης. Η Βεάτη ευηρεστήθη εκ της εξετάσεως ταύτης. — Είσαι ωραία, είπε. — Κ' εγώ δεν θα σε ίδω; είπεν η ξένη.