Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Η Βεάτη προσήρμοσεν αύθις τον οφθαλμόν εις το κλείθρον και τότε κατώρθωσε να διακρίνη πρόσωπόν τι νεάνιδος ωχρόν και ισχνόν, περιβαλλόμενον υπό ατάκτου καστανής κόμης. Η Βεάτη ευηρεστήθη εκ της εξετάσεως ταύτης. — Είσαι ωραία, είπε. — Κ' εγώ δεν θα σε ίδω; είπεν η ξένη.
Η Αϊμά τον παρεκάλεσεν εκ νέου να προσπαθήση νανοίξη την θύραν του οικίσκου. — Είνε άνθρωποι μέσα, απήντησεν ο Σκούντας. — Αν είνε άνθρωποι, τόσον καλλίτερα, θα μας λυπηθούν, είπεν η Αϊμά. Ο Σκούντας έμεινεν ακίνητος. Όσον διά την Αϊμάν, ησθάνθη και αύθις το τρίτον ήδη, αλλ' εναργέστερον την σκιάν εκείνην της υπονοίας, ότι ο άνθρωπος ούτος δεν ήτο ο Μάχτος.
Η θύρα ηνοίχθη, αλλ' ουδείς εισήλθεν. Ο Μάχτος έχων τους οφθαλμούς ανοικτούς και πάσχων συνήθως εξ αϋπνίας, είδε μόνον πρόσωπά τινα εις το σκότος, ιστάμενα εκτός. Ο Πρωτόγυφτος ήρχισε σιγανήν μετ' αυτών συνδιάλεξιν. Ο Μάχτος ήκουσε μόνον ασυναρτήτους λέξεις. — Λοιπόν καιρός; είπεν είς εκτός της θύρας. — Καιρός, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Κοιμώνται όλοι; ηρώτησεν αύθις ο αυτός άνθρωπος.
— Ιδού αυτή, κοιμάται, είπε. — Δεν είνε αυτή που ζητείς, είπον εγώ απηλπισμένη. — Μη την εξυπνήσης, είπεν αύθις ο ξένος. Και πατών επ' άκρων των ποδών επλησίασεν εις την κλίνην σου. — Δυστυχής κόρη, εψιθύρισεν, ως είδε το πρόσωπόν σου. Εκοιμάσο ύπνον ήσυχον και η αναπνοή σου δεν ηκούετο. Ομοίαζες με αρνίον αναπαυόμενον, μικρά μου κόρη. Ο ξένος σ' εθεώρησεν επί πολλήν ώραν.
Την στρεβλότητα δε ταύτην των αισθητηρίων είχε παρακολουθήσει και η στρέβλωσις του πνεύματος, ώστε κατ' αρχάς μόνον κολοβάς φράσεις κατώρθου να προφέρη, εδέησε δε να παρέλθη πολύς χρόνος μέχρις ου μάθη ν' απαγγέλλη αύθις περιόδους, και τότε εψεύδετο πλέον άνευ συνειδήσεως.
Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα.
Το περί γλώσσης ζήτημα παρέρχομαι όλως άθικτον, αποκλίνων και αύθις πάσαν περί αυτού κενήν λογομαχίαν. Ερριζώθη εν εμοί και εσαρκώθη ως δόγμα, ως σύμβολον ορθοδοξίας, όταν πρόκηται περί ποιήσεως.
— Όπως διατάττει ο άρχων, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Αύτη κοιμάται; — Και αν κοιμάται, εξυπνά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Σκληρόν, είπε στρυφνώς ο πρώτος των ξένων, όστις εφαίνετο αρχηγός αυτών. Ουδείς απήντησε προς την παρατήρησιν ταύτην. — Θα την εξυπνίσης; είπεν ο δεύτερος. — Θα την εξυπνίσω, είπεν ο Γύφτος. — Είνε εύκολον; — Είνε. Έχετε τους ημιόνους; — Έχομεν. — Έχετε και όλα τα μέσα; — Έχομεν.
Δανείζειν μεν ουν, έφην εγώ, τοις τοίσδε τα ευαγγέλια κελεύει. Κολάζειν δ', έφη, τους ατάκτους ουχ ο ιερός κηρύττει λόγος; Ιάσθαι δ' αύθις, ην δ' εγώ, τον παιδεύοντα προτρέπει. Ουχ άλις αιμάτων; έφην εγώ. Ουχ άλις, έφη, ότι μάχαιραν ήλθε βαλείν ο Χριστός. Παρερμηνεύειν μοι δοκείς, έφην, ω Πάτερ· αναγωγικόν γαρ το ρήμα κείται.
Το ουσιώδες αντικείμενον φιλοσοφίας του πνεύματος δεν δύναται να είναι άλλο παρά να επαναγάγη την επιστήμην ταύτην επί του εδάφους της καθαράς λογικής νοήσεως και ούτω να εμβαθύνη και αύθις εις τον ενδόμυχον νουν των συγγραμμάτων τούτων του Αριστοτέλους».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν