Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Αλλ' ενώ τον ηκολούθουν τοσούτοι κατά πόδας, ο Ράγκος προλαβών δι' άλλης οδού εβγήκεν έμπροσθεν αυτού, ώστε ο Καραϊσκάκης ηναγκάσθη και αύθις να ακροβολισθή.
Αλλ' όμως ήτο περί βαθύν όρθρον. — Λοιπόν να έλθω αύριον βράδυ; ηρώτησεν αύθις ο ξένος. — Να έλθης. — Θα το έχης δοσμένον το γράμμα; — Χωρίς άλλο. — Και αν κατορθώσης να την ιδής... — Αυτό είνε δυσκολώτερο. — Να της ειπής ότι ο Μάχτος το έφερε το γράμμα. — Ο Μάχτος; — Μάχτος, έτσι ονομάζομαι. — Καλό όνομα, εμουρμούρισεν ο Τρέκλας. — Και είνε αδελφή μου. — Έχω ευχαρίστησι.
— Τι άλλο θέλεις να είνε; απήντησεν ο ξένος. — Δεν ειμπορώ να καταλάβω απ' αυτά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Και ποίος ειμπορεί να καταλάβη; — Είνε άλλοι οπού καταλαβαίνουν. — Δεν βαρύνεσαι! — Λοιπόν ουδέ συ δεν ειξεύρεις τίποτε; — Τι ειμπορώ να ειξεύρω; — Αφού είσαι μέσα. — Πού μέσα; — Μέσα στα πράγματα. — Ε, απ' έξω απ' έξω. — Πώς απ' έξω; — Δεν ειξεύρω τα μυστικά. — Διατί; — Δεν μ' εμβάζουν μέσα.
Δίζεαι όστις σην άλοχον μάλα πάγχυ λεληθώς Καλλιγένειαν υπέρ λεχέων σαλαγεί κατά δώμα; Δούλος Πρωτογένης, τω δη συ χε πάντα πέποιθας• ώπυες γαρ εκείνον, ο δ' αύθις σην παράκοιτιν, αντίδοσιν ταύτην ύβρεως ιδίας αποτίνων.
Η Αϊμά ήτο εν τω κήπω. Οι δύο νεαροί Γύφτοι ήσαν εν τη καλύβη και διηυθέτουν τα εργαλεία, Ηκούετο ο συριγμός του Μάχτου, και το άσμα του Βούγκου «Εσύ πεθαίνεις, μάστορη». Η γραία γύφτισσα εκάθητο αντικρύ του συζύγου της, όστις ηκούετο γογγύζων. — Τι να φάμε απόψε; έλεγεν η γραία. — Εμένα ρωτάς; εγόγγυζεν ο γέρος. Γμου!... Γρου!... — Δεν έχομε τίποτα, είπεν αύθις η γυφτισσα.
Εν τη παραζάλη ταύτη ελησμόνησε και το κάταγμα του μετώπου, όπερ έπαθε, προ μικρού. — Μπράβο σου, δεν τώλπιζα· έκραξεν αύθις η γυνή. — Εγώ; είπε μόνον η Αϊμά. Όχι. — Αυτή είνε, αυτή είνε· επέμενεν η γραία Εφταλουτρού. — Όχι, όχι· είπεν ο προστάτης της Αϊμάς. Αυτή δεν είνε τέτοια. — Αυτή είνε, σου λέγω· έλεγεν η Εφταλουτρού.
Οι Φαρισαίοι, κατησχυμμένοι ως συνήθως, ευρέθησαν και αύθις αντιμέτωποι υψηλοτέρας σοφίας και θειοτέρας βαθυνοίας, και απεσύρθησαν όπως βυσσοδομήσωσι νέας σκευωρίας εξ ίσου κακοβούλους και εξ ίσου ματαίας. Αλλά τίποτε δεν δύνανται πληρέστερον να δείξη την αναγκαιότητα της του Χριστού διδασκαλίας ή το γεγονός ότι και οι μαθηταί εξεπλάγησαν και ηθύμησαν εκ τούτου.
Η προστριβή και ο κρότος του σιδηρού εργαλείου αντήχησε βραχνώς υπό τον λίθινον θόλον. Η θύρα ηνοίχθη μετά βαρέος τριγμού. Η Βεάτη προέβαλε γοργώς την κεφαλήν όπισθεν της Σιξτίνης και προσεπάθησε να ίδη τα εντός του ανοιχθέντος θαλάμου. Αλλ' όσον άπληστον και αν ήτο το βλέμμα της ουδέν προέλαβε να ίδη. Η αδελφή Σιξτίνα έκλεισεν αύθις την θύραν και σκότος βαθύ αποκατέστη.
Η θειά-Αχτίτσα, εν καταφάσει, έλεγε πάντοτε ναι, αλλά νυν ηπόρει και αυτή πώς είπε μάλιστα και πού εύρε την λέξιν ταύτην. — Για δέκα ναπολεόνια, θα είνε ίσως, είπε δάκνων τα χείλη ο κυρ- Μαργαρίτης. — Σου λέγω διά δέκα αγγλικάς λίρας, επανέλαβε και αύθις ο Συριανός έμπορος. Παίρνεις από λόγια; Και έρριψε δεύτερον μακρόν βλέμμα επί του γραμματίου. — Είνε σίγουρος παράς, &αρζάν-κοντάν&, σου λέγω.
Ο Μάχτος δεν επανήλθεν εντελώς εις την κατάστασιν του εγρηγορότος. Εκοιμάτο εισέτι. Έκλεισεν αύθις τους οφθαλμούς. Το όνειρον μετεβλήθη. Ενεφανίσθη υπό άλλην μορφήν. Είδεν ο Μάχτος τον ξένον, τον κακόν εκείνον δαίμονα, ως τον ενόμιζεν. Είδεν αυτόν και τον πατέρα του, ως τους έβλεπεν εν τη πραγματικότητι προ ολίγων στιγμών. Ήσαν ομού εν τω ονείρω, ως ήσαν και καθ' ύπαρ προ μικρού, αλλ' ουχί μόνοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν