United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να του σπάσω τα κόκκαλα ευθύς; είπεν ο Κρότων. — Περίμενε. Ο Ούρσος δεν τους είδε, διότι ίσταντο εις την σκιάν του διαδρόμου, και ήρχισεν ησύχως να πλύνη τα λάχανα, τα οποία υπήρχον εις το στραγγιστήριον. Αφού ετελείωσε το έργον του, απήλθε και το παραπέτασμα έκλεισεν όπισθεν του. Ο Κρότων και ο Βινίκιος τον ηκολούθησαν σκεπτόμενοι ότι θα εύρισκον αμέσως το οίκημα της Λιγείας.

Την δήλωσιν μάλιστα ταύτην παρηκολούθησε και δραματική τις παντομίμα, καθ' ην ε κ ε ί ν ο ς μεν προσήγαγε την σπάθην του εις τον τράχηλον ε κ ε ί ν η ς, εκείνη δε έκλεισεν εν ερωτική εκστάσει τους οφθαλμούς, οιονεί μέλλουσα να παραδώση το πνεύμα εις την λευκήν της Αφροδίτης περιστεράν. Το άκακον κοινόν ενόμισε πρόσφορον να φρίξη, και ανεκραύγασε μάλιστα εκ τρόμου.

Οι στεριές γύρω, τ' ακρωτήρια, οι κόρφοι στέκουν αφροζωσμένοι και αχνομέτωποι, δίχως έκφρασι και ζωή απάνω στην ακλόνητη βάσι τους. Ψηλά δεν έχει σύγνεφα ο ουρανός· τα εσάρωσεν ο άνεμος. Κάτω δεν έχει πλεούμενα η θάλασσα· τα έκλεισεν ο φόβος στα λιμάνια.

Και αφού τον έκαμε και αυτόν να γδυθή ωσάν και τους άλλους, και να της εγχειρίση και τες δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε και τον έκλεισεν εις το τρίτον ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που έκλεισε και τους άλλους.

Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο, μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. αλλάτον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος, οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470 παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν• «καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα, αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσηςτο σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».

Λέγει τότε ο θυρωρός προς εμέ: — Αι γυναίκες εδώ αναλογούσι προς τους άνδρας είκοσιν επί εκατόν· Ηξεύρεις διατί παρατηρείται η δυσαναλογία αυτή; — Όχι· περίεργος είμαι να το μάθω. — Διότι δεν υπάρχει χώρος, διά να κλεισθούν όλαι. Και έκλεισεν ο θυρωρός την θύραν κατά προσώπου της γυναικός της τρελλής. γ'. Ερωτώ τον εαυτόν μου: — Αλλά λοιπόν τι είναι τρέλλα;

Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη το βιβλίον. — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το βιβλίον της η Ελένη.

Ο Μάχτος δεν επανήλθεν εντελώς εις την κατάστασιν του εγρηγορότος. Εκοιμάτο εισέτι. Έκλεισεν αύθις τους οφθαλμούς. Το όνειρον μετεβλήθη. Ενεφανίσθη υπό άλλην μορφήν. Είδεν ο Μάχτος τον ξένον, τον κακόν εκείνον δαίμονα, ως τον ενόμιζεν. Είδεν αυτόν και τον πατέρα του, ως τους έβλεπεν εν τη πραγματικότητι προ ολίγων στιγμών. Ήσαν ομού εν τω ονείρω, ως ήσαν και καθ' ύπαρ προ μικρού, αλλ' ουχί μόνοι.

Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν. Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα; Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του κρυερού, χιονώδους ανέμου.

Η καταπακτή έκλεισεν, ο Μαναή ήθελε να πνίξη τον Ιωάννην. Την στιγμήν εκείνην, η Ηρωδιάς έγεινεν άφαντος. Οι Φαρισαίοι είχον σκανδαλισθή ο δε Αντίπας εν μέσω αυτών εδικαιολογείτο. — «Αναμφιβόλως» ισχυρίζετο ο Ελεάζαρ, «ημπορεί κανείς να λάβη σύζυγον την γυναίκα του αδελφού του». Αλλ' η Ηρωδιάς δεν ήτο χήρα, εξ άλλου δε, είχε και τέκνον το οποίον επεσφράγιζε την βδελυγμίαν.