United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακριβώς αυτό έπρεπε να γίνεται και εις αυτάς τας ωδάς, και μάλιστα ως επίδειξις διά τας επικηδείους ωδάς δεν αρμόζουν οι στέφανοι ούτε οι χρυσοί στολισμοί, αλλά όλως το αντίθετον, διά να τελειώνω όσον το δυνατόν την ομιλίαν μου περί αυτών. Απλώς δε το εξής σας ερωτώ πάλιν περί αυτών, αν σας αρέσει αυτό ως πρώτον εκμαγείον με τας ωδάς. Ποίον; Η ευφημία.

Αλλ' ερωτώ τούτο, είπεν ο Σωκράτης· Άρα γε είναι το μονόν από τα πραγματικώς υπάρχοντα, το οποίον φέρει αυτό το όνομα, ή υπάρχει και κανέν άλλο, το οποίον δεν είναι μεν εκείνο, το οποίον είναι το μονόν, αλλ' όμως πρέπει να ονομάζωμεν και αυτό πάντοτε με το ιδικόν του όνομα, διότι εκ φύσεως είναι τοιούτον, ώστε ποτέ να μη υπάρχη χωρίς το μονόν; λέγω δε ότι αυτό είναι ένα τοιούτον πράγμα, ωσάν εκείνο, το οποίον έπαθε και η τριάς και πολλοί άλλοι αριθμοί.

Πώς; θα μου ειπή. Δεν είσαι εις θέσιν να ενθυμηθής, ότι σε ερωτούσα τι πράγμα είναι το καθαυτό ωραίον, το οποίον εις οποιονδήποτε πράγμα και αν προστεθή, το κάμνει να φαίνεται ωραίον, και πέτραν και ξύλον και άνθρωπον και θεόν και πάσαν πράξιν και παν μάθημα; Δηλαδή, άνθρωπέ μου, εγώ σε ερωτώ τι είναι το ίδιον το κάλλος και σου το φωνάζω όχι ολιγώτερον δυνατά παρά εάν εκάθησο πλησίον μου ως πέτρα, ωσάν αυτήν την μυλόπετραν, χωρίς να έχης αυτιά και εγκέφαλον.

Λοιπόν, τον ηρώτησεν ο Ευθύδημος, όταν σιωπάς δεν σιωπάς όλα τα πράγματα; — Μάλιστα, του απεκρίθη. — Σιωπάς επομένως και τα λαλούντα, αφού βέβαια και τα λαλούντα περιλαμβάνονται μέσα εις το: όλα τα πράγματα. — Και πώς; είπεν ο Κτήσιππος, όλα τα πράγματα δεν σιωπούν; — Όχι βέβαια, απήντησεν ο Ευθύδημος. — Όλα λοιπόν τότε ομιλούν, αγαπητέ μου; — Εκείνα τουλάχιστον που ομιλούν. — Δεν είναι αυτό που σε ερωτώ, είπεν ο Κτήσιππος, αλλά, αν όλα τα πράγματα ομιλούν ή σιωπούν; — Ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά και τα δύο μαζί, επετάχτηκε και είπεν ο Διονυσόδωρος· και είμαι βέβαιος ότι δεν θα έχης να αντιτάξης τίποτε εις αυτήν την απάντησιν.

Και άνθρωποι παχείς και ευδαίμονες, με γαστέρας προκλητικώς προτεταμένας, ηκολούθουν γελώντες. Ελάχιστοι οι προηγούμενοι· μύριοι οι επόμενοι. Ερωτώ το Φάσμα: — Ποίον είνε τούτο, το παράδοξον τέρας, το οποίον τόσον ολίγους τύπτει έμπροσθεν αυτού, και τόσον πολλοί το τύπτουν όπισθεν;

Προσπαθώ όμως να ξεγεννήσω σε και δι' αυτό σου λέγω διαβάσματα και σου δίδω να δοκιμάσης μέρη καθενός από τους σοφούς, έως ότου να φέρω εις φως την ιδικήν σου γνώμην. Όταν δε έβγη αυτή, τότε πλέον εγώ θα εξετάσω αν είναι κούφη ή γόνιμος. Ώστε με θάρρος και με καρτερίαν απάντησε καλώς και ανδρείως, ποία είνε η γνώμη σου εις όσα σε ερωτώ. Θεαίτητος. Ερώτα λοιπόν. Σωκράτης.

Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπον ν' ανατρέφονται; Δεν είναι, έλεγεν η Φραγκογιαννού, «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος»; Καλλίτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω». «Σα σ' ακούω, γειτόνισσα

Αλλά φαίνεται, ότι μεταξύ του γένους των καπέλλων είνε πολύ περιφρονημένον το γήρας! Αίφνης αισθάνομαι τιναγμόν και ρίπτομαι εντός περιφραγμένου οικοπέδου, ένθα βλέπω ενώπιόν μου Καπέλλον, στενάζον υπό την βροχήν και τον ήλιον. Το ερωτώ: — Πώς ευρέθης συ εδώ, καπέλλον χωρίς κεφάλι; — Δικαίως ερωτάς, ω Διαβάτα· είσαι το πρώτον ον, εις το οποίον εκμυστηρεύομαι τον πόνον μου.

Βεβαιότατα έτσι είνε, απήντησεν ο Αγάθων. — Το ίδιον δεν θα είπωμεν και διά την μητέρα; — Συμφωνώ και εις αυτό. — Απάντησέ μου ακόμη εις μερικάς ερωτήσεις, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, διά να εννοήσης ακριβώς τι θέλω να ειπώ. Υπόθεσε ότι ερωτώ: Ο αδελφός, ως τοιούτος, είνε τινός αδελφός ή όχι; — Είνε. — Αδελφού ή αδελφής· δεν είν' έτσι; — Σύμφωνος. — Απάντησέ μου τόρα και διά τον Έρωτα.

Διότι, καθώς είπα προ ολίγου, δεν είναι σπουδαίον αυτό το ζήτημα, αλλά ημπορώ εγώ να σε διδάξω να απαντάς και εις πολύ δυσκολώτερα από αυτό, ώστε κανείς άλλος να μην ημπορή να σε εντροπιάζη. Σωκράτης. Αχ, πόσον μου αρέσουν τα λόγια σου! Εμπρός λοιπόν, αφού και συ με προτρέπεις, ας μεταβληθώ όσον το δυνατόν εις εκείνον και ας προσπαθήσω να σ' ερωτώ. Ιππίας. Απαντώ ότι είναι με δικαιοσύνην.