United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα έχετε την καλωσύνην να συμμαζεύσετε ολίγον τα πόδια σας. Με τα καμώματά σας μου εφθάρη το μεταξωτόν φόρεμα μου. Είναι τόσον επάναγκες, σας ερωτώ, να κοσμήτε με σχήματα τας παρατηρήσεις σας; Ο φίλος μας εδώ θα σας εκαταλάβαινε καλά και εάν σας έλειπεν όλη αυτή η μιμική, έχετε τον λόγον μου. Είσθε σχεδόν τόσον μεγάλος γάιδαρος, όσον και αυτός διά τον οποίον διηγείσθε.

Ησθανόμην ότι ήμην εν τω οίκω μου, και η αόριστος παρουσία του φύλακος Αγγέλου μ' επροστάτευε. — Ποίος είσαι; είπον προς τον άγνωστον. — Ξένος, απήντησεν ούτος. — Τι θέλεις; — Θέλω να σ' ερωτήσω κάτι. — Και πώς ευρέθης εδώ; Ο άγνωστος δεν απήντησε. — Σ' ερωτώ πώς ευρέθης εδώ, επανέλαβον οργίλως. Και διά ποίας θύρας εισήλθες; — Μη με ερωτάς, απήντησε θρασύς ο άγνωστος.

Και τότε είδον ανθρώπους, ανερχομένους πολύ άνω, ενώ ταυτοχρόνως εμάνθανον να πίπτουν και πολύ κάτω. Και είδον την τύχην να ελκύη τον αιθέρα κάτω, εις τον βόρβορον, και τον βόρβορον επάνω εις τον αιθέρα. Έκπληκτος ερωτώ: — Λοιπόν, ποίαν σχέσιν έχει η τύχη με την κεφαλήν;

Και φέρομαι εις αυλήν αγροικίας, ένθα όνος ετύπτετο ανηλεώς υπό του Ανθρώπου, τον οποίον ήκουσα προ στιγμής να προφέρη τόσον ωραίους λόγους, και τόσον αθλίους να καταπίνη. Πλησιάζω προς τον Όνον και ερωτώ διά φωνής μυστικής: — Διατί δεν κραυγάζεις και συ, όταν πονής, ω Αδελφέ, όπως όλα ημείς τα ζώα;

Ήκουσα λόγον παρά του Α. Έπειτα αναπολώ τον λόγον, αλλά δεν ενθυμούμαι από ποίον ήκουσα αυτόν και ερωτώ, αν εγώ τον έπλασα ή παρ' άλλου ήκουσα. Όταν δε ενθυμηθώ ότι παρ' άλλου έλαβον, τότε γίνεται μνήμη, ενώ πρότερον ήτο απλούν έν νόημα. Αλλ' είναι αδύνατον να έχωμεν ασυνείδητον μνήμην.

Και λοιπόν σε ερωτώ πάλιν τι έπεται εκ τούτου. Ξένος.

Και εις τους δύο καλλίτερα, αλλά ας απαντά ο νεώτερος, διότι, εάν κάμη λάθος, θα είναι ολιγώτερον εντροπή του. Σωκράτης. Τόρα λοιπόν ερωτώ την παραλογωτέραν ερώτησιν, η οποία, νομίζω, είναι η εξής: άραγε είναι δυνατόν ο ίδιος όστις γνωρίζει κάτι τι, αυτό το οποίον γνωρίζει να μην το γνωρίζη; Θεόδωρος. Λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, τι θέλεις να απαντήσωμεν; Θεαίτητος. Εγώ νομίζω ότι είναι αδύνατον.

Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν κόβει μονέδα... — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ, είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός. — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός; — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια; — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ.

Τότε το Φάσμα μου λέγει: — Βλέπεις τους πωλούντας; — Ναι. — Είνε πάντοτε οι πλούσιοι. Βλέπεις και τους αγοράζοντας; — Ναι. — Είνε πάντοτε οι πτωχοί. Και θεωρώ άνθρωπον, κρατούντα πήχυν ελαστικόν, και μετρούντα τους διαβάτας. — Τι μετρεί αυτός; ερωτώ. — Μετρεί την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του.

Εν τούτοις ο φαέθων επροχώρησεν, ως αστραπή, απομακρύνων από το γυμνωθέν σώμα του γυμνού, το περιττόν ένδυμα του ενδεδυμένου, ενώ ο όπισθεν της αμάξης καθήμενος άνθρωπος με παρετήρει απομακρυνόμενος διά βλέμματος ηλιθίου. Και ερωτώ διαβάτην: — Άνθρωπε, εξήγησέ μου· τι σημαίνει άνθρωπος, να προχωρή προς τα εμπρός, και όμως να βλέπη προς τα οπίσω; — Σημαίνει Δούλος.