United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μαργή είχεν εξέλθη και απεδίωκε με ραβδισμούς όνον ο οποίος έτρωγε το κλήμα το σκιάζον τα πρόθυρα του σπητιού των. Ο δε Μανώλης, εμφανισθείς την στιγμήν εκείνην, εζήλευσε την ευτυχίαν του όνου να ξυλοκοπήται από τοιαύτα χέρια και ανεφώνησεν: — Αι, νάμουνε γάιδαρος! Η Μαργή εγέλασε. — Ντα δεν είσαι; του είπε. — Χαρώ το τό γέλιο σου! ανεφώνησεν ο Μανώλης.

Άμα εγερθείσαι αι τρεις γυναίκες, εδάγκασαν κατά την συνήθειαν από την ξηράν κουλούραν του Πάσχα, ην εφύλαττον κρεμασμένην από καρφίου επίτηδες, «μη φωνάξη ο γάιδαρος». Έρριψαν το υπόλοιπον είς τινα μικρόν κάλαθον, έλαβον και τι πρόχειρον προσφάγιον και το απαραίτητον διά την πρωτομαγιάν σκόροδον «που καθαρίζει το αίμα» και εξήλθον, αφού εν τω μεταξύ η Σοφούλα πεταχθείσα εις το πηγάδι, εκόμισε κρύο-κρύο νερό, να υπάρχη όταν θα επανέλθουν την νύκτα.

Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν: — Ούτε πανίτο πέλαγος, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά.

Μητέρα, ανεφώνησεν ο νεώτερος, ότε επέστρεψαν εις την οικίαν, μητέρα, είδα την βασίλισσαν επάνω εις ένα ωραίον γάιδαρον! — Δεν ήτο γάιδαρος, υπέλαβε περιφρονητικώς ο μεγαλείτερος· ήτο μουλάρι. Δεν ήσαν όλως αξιόμεμπτοι και οι δύο διά την ατέλειαν των γνώσεων των περί την ζωολογίαν.

ΑΜΥΝΙΑΣ Μη με κοροϊδεύης, φίλε, μα το γυιο σου τώρα στείλε, να μου δώση τα λεφτά μου οπού πήρε δανεικά, γιατί βρίσκομαι κακά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Δηλαδή σαν ποια λεφτά; ΑΜΥΝΙΑΣ Που δανείσθηκεν, αυτά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φαίνετ' αλήθεια από πολλά πως δεν θα ήσαι και καλά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι γκρινιάζεις, σαν να σ' έχη γάιδαρος ριγμένον χάμου; ΑΜΥΝΙΑΣ Γκρίνια συ το λες αυτό που το χρήμα μου ζητώ;

Την αυγήν πάλιν την παρακαλεί να παύση, και αυτή του λέγει, ότι, αν δεν μου ειπής το τι είπεν ο γάιδαρος, εγώ δεν θέλω παύσει να κλαίω. Της αποκρίνεται ο άνδρας, ότι, αν σου το ειπώ, κινδυνεύει η ζωή μου. Και αυτή λέγει του, ας γίνη ότι γίνη, θέλω να το μάθω, ειδεμή από την λύπην μου και από το κλαύσιμον αρρωστώ και αποθνήσκω.

Λέγει της ο άνδρας· δεν ημπορώ να σε ευχαριστήσω· ήξευρε μόνον ότι γελώ δι' εκείνα που ο γάιδαρος είπε του βοϊδιού, αλλά το επίλοιπον δεν ημπορώ να το ειπώ, διότι είναι κρυφόν. Λέγει του η γυναίκα· και ποίος σε εμποδίζει να μου φανερώσης ένα τέτοιον κρυφόν; Της απεκρίθη ο άνδρας· γνώριζε, ότι κινδυνεύει η ζωή μου.

Ο Γάιδαρος μια ημέρα Ντυμένος πέρα πέρα Με Λιονταριού τομάρι, Σα δυνατό Λιοντάρι, Της γειτονιάς τα ζώα, Και άγρια και αθώα, Με τόλμη κυνηγάει, Παντούθε τα προντάει· Εκείνα τρομασμένα Αναμεράν κρυμένα, Και δίχως ν' αναμείνου Τόν τόπον άδιο αφίνουν. Και τότε η αφεντιά του Με πάσα ελευτεριά του Χωρίς δουλιάς αντράλα Εμπήκε στα μεγάλα.

Πώς γάιδαρος νικάει παιδιά διαβαίνοντας χωράφι, στανιάρης και πολλά του σπουν στη ράχη του ματσούκια, και μπαίνει κόφτει τα βαθιά σπαρτά, και τα κοπέλια 560 τον κοπανούνε, μα άπλερη είναι έτσι η δύναμή τους, και μόλις πια τον διώχνουνε σαν την τυλώσει πρώτα· έτσι ακλουθούσανε το γιο του Τελαμώνα πάντα τότε οι πολύτοποι βοηθοί κι' οι αλογάδες Τρώες και την ασπίδα αδιάκοπα του ακόντιζαν στη μέση. 565 Κι' ο Αίας πότες φρόντιζε να πολεμάει γυρνώντας πίσω ξανά κι' αμπόδιζε τα τάγματα των Τρώων, ποτές γυρνούσε κι' έφεβγε· μα ως στα γοργά καράβια να προχωρήσουνε άκοποι τους έφραζε το δρόμο. 569

Ο βεζύρης της απεκρίθη θυμωμένος· εσύ γυρεύεις μοναχή σου τον θάνατόν σου, αντί να κάμης καλόν των άλλων, θέλεις πέσει εσύ εις την δυστυχίαν εκείνων, καθώς συνέβη εις τον γάιδαρον, που έστεκε καλά, αλλά δεν ήξευρε να φυλάξη την ευτυχίαν του, έως που ύστερα εμετανόησε. Λέγει η Χαλιμά· τι δυστυχίαν έλαβεν ο γάιδαρος; Της απεκρίθη ο βεζύρης· άκουσε και θέλεις μάθει.