Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Όχι κυρία μου, απάντησε ένας από αυτούς, «δεν είμαστε συγγενείς εξ αίματος, μόνο αδελφοί λόγω του τρόπου ζωής μαςΚαι συ, ρώτησε αυτή γυρνώντας προς ένα άλλο, «γεννήθηκες τυφλός από το ένα μάτιΌχι κυρία μου, απάντησε αυτός, «Τυφλώθηκα από μια εκπληκτική περιπέτεια, τέτοια που μάλλον δεν έχει συμβεί σε κανένα άλλο.

Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215 «α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη! δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη, αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου. ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα, αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220 μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα• και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώνταςτον αέρα. αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».

Και κοίταζαν με τρόμο οι φτερουγόποδοι Αχαιοί κι' οι αλογάδες Τρώες. 80 Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας «Για πάλι πόλεμος κακός θ' ανάψει κι' άγρια μάχη, για βάζει ανάμεσα στους διο αγάπη ο γιος του Κρόνου, πούναι στον κόσμο μοιραστής στημένος του πολέμου

Σήκωσε την πόρτα και είδα την αρχή μιας ελικοειδούς σκάλας· μετά είπε γυρνώντας προς την κυρία, «Κυρία μου, αυτός είναι ο δρόμος που θα σας οδηγήσει στο σημείο που σας είπα.» Η κυρία δεν απάντησε και σιωπηλά κατέβηκε την σκάλα, ακολουθούμενη από τον πρίγκιπα. Στην κορυφή της σκάλας όμως, αυτός με κοίταξε: «ξάδελφέ μου», φώναξε, «Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω για την καλοσύνη σου. Αντίο

Γυρνώντας από την Πιατζέταν, πήγαινα σπίτι μου, μέσα απ' το Μεγάλο Κανάλι. Την στιγμήν όμως που η γόνδολά μου έστριβε στο κανάλι του Αγίου Μάρκου, μια φωνή γυναικεία ακούσθηκε ξάφνου μέσα στης νύκτας τα βάθη. Ήταν μια φωνή αγρία, αλλόφρων και εξακολουθητική. Κ' έτσι το ρέμμα που κυλιόταν απ' τη μεγάλη στη μικρή διώρυγα μας συνεπήρε.

Έτσι είπε, και τα λάφυρα σηκώνει και τα θέτει 465 πας σε μυρχιά, κι' αλάθεφτο τους έβαλε σημάδι, σμίγοντας τα μυρχόκλαδα με σύχλωρα καλάμια, μήπως γυρνώντας δεν τα δουν μες στο βαθύ σκοτάδι.

Μα λέω, κι' ο Απερήνορας δε χάρηκε ο λεβέντης τη νιότη, όταν μ' αψήφισε και πρόβαλε αντικρύ μου, 25 κι' είπε πως είμαι τάχα εγώ το πιο αχαμνό κοντάρι των Αχαιών· όμως θαρρώ δε θα καλοκαρδίσει γυναίκα, και γονιούς ξανά γυρνώντας στο χωριό του. Όπως θα ξεκοιλιάσω εδώ κι' εσένα, ορέ, σ' το τάζω, αν μου φορτώνεσαι.

Φώναξαν τότες στο σπίτι του κυρ Αλέξη τες τσιούπρες και τες ξέταξε ο Δεφδερδάραγας του Ιμήν πασά αν ήθελαν αλήθεια να γίνουν Τούρκισσες ή όχι. Κ' επειδής με τόσα ταξίματα και με τόσους φοβερισμούς ούτε λόγο μπόρεσέ να τες βγάλη από το στόμα για να Τουρκέψουν τες έκαμε σουργούνι μαζί με τον πατέρα τους στην Άρτα. &1833, Φλεβάρης μήνας&. Γυρνώντας ο Ιμήν πάσας από τα Μπιτώλια έστησε τα τσιγγέλια.

Είπε κι' αφίνει η θέϊσσα τον ξακουσμένο γιο της, και κάνει στις θαλασσινές γυρνώντας αδερφάδες «Βουτήξτε εσείς μες στου γιαλού το φαρδοκόρφι τώρα 140 να δείτε το θαλασσινό γονιό μας στο πυργί του, κι' όλα του γέρου πέστε τα. Τι εγώ θα τρέξω τώρα στον Έλυμπο, στου ξακουστού πρωτοτεχνίτη Ηφαίστου, αν θέλει ολόλαμπρα άρματα του γιου μου να χαρίσει

Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν