Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Και βλέπω τώρα την ωραιότερη ύπαρξι που γέννησε ποτέ γυναίκα. Θλιμμένη σε γέννησα. Θλιβερή είναι η πρώτη γιορτή που σου κάνω. Εξ αιτίας σου είμαι περίλυπη μέχρι θανάτου. Κ' έτσι, αφού, γεννήθηκες με τη λύπη, τόνομά σου θε είναι Θλιβερός, Τριστάνος». Είπε αυτά τα λόγια, τον εφίλησε, και μόλις τον εφίλησε πέθανε. Ο Ρόχαλτ ο Πιστός πήρε το ορφανό.
Πάμε να πάρουμε λίγον αέρα; — Με συγχωρείτε, είπ' εκείνος, συντροφεύοντάς τους ως την πόρτα. Θα μείνω να εργασθώ ακόμα. Δεν καλόκατσε στη δουλειά του κι ακούστηκαν έξω οι φωνές των δύο νέων να τραγουδάν δυνατά : Εγώ γεννήθηκα για σε, γεννήθηκες για μένα, Θαρθή καιρός ναδερφωθή η γλώσσα με την πέννα. Οι φωνές σαν λιανά λιανά κρούσταλλα έπεφταν και θρυμματίζονταν στην πόρτα του γραφείου.
Όχι κυρία μου, απάντησε ένας από αυτούς, «δεν είμαστε συγγενείς εξ αίματος, μόνο αδελφοί λόγω του τρόπου ζωής μας.» Και συ, ρώτησε αυτή γυρνώντας προς ένα άλλο, «γεννήθηκες τυφλός από το ένα μάτι;» Όχι κυρία μου, απάντησε αυτός, «Τυφλώθηκα από μια εκπληκτική περιπέτεια, τέτοια που μάλλον δεν έχει συμβεί σε κανένα άλλο.
Δεν είμαστε όλοι μας σαν παραμύθια, παραμύθια που περπατούνε — ή που κάθουνται: Γεννήθηκες, έζησες, πέθανες. Και τι βγαίνει; Κάθουμαι στη φωλιά μου και συλλογιούμαι. Τόσο μου φτάνει. Εδώ κρότο δεν ακούς, παρά τα δέντρα που ψιθυρίζουν. Και κοντά κοντά, μόλις μισή ώρα διάστημα, τρέχει, φωνάζει, βράζει το Παρίσι.
Τέτοια μπορείς νακούσης εδώ πέρα πολλά. Κάμε όμως πως τη σιμώνεις αυτήν την τρελλή που τα ξέρει όλα, κάμε πως της ζητάς ένα κρυφό φιλί, κάμε πως την αγγίζεις, ας είναι και με το μικρό σου το δαχτυλάκι, και σου γίνεται άξαφνα πύργος που στέκει και διαφεντεύει την τιμή της, και σου καρφώνει τέτοια ματιά, που καταριέσαι την ώρα που γεννήθηκες απ' ένα κορίτσι πιο άναντρος.
Με μια κι' οι διο μας μοίρα εσύ στην Τρία γεννήθηκες, στον πύργο του Πριάμου, κι' εγώ στη Φήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος, στ' Αητιού το πλούσιο αρχοντικό, που δόλιος δόλια εμένα 480 μικρή μ' ανάσταινε ... Αχ γιατί ποτές του να με κάνει; Στ' Άδη εσύ τώρα τη φωλιά κάτου απ' της γης τους κρύφτες μισέβεις, και σε θλιβερή μ' αφίνεις λύπη εμένα, έρμα νια χήρα· και μικρός ο γιος μας έτσι ακόμα που εγώ κι' εσύ γεννήσαμε... που πια καλό από σένα, 485 Έχτορα, δε θα δει αφού πας, μήτε κι' εσύ από κείνον .. . γόι το παιδάκι μου! που πριν στα γόνατά σου απάνου 500 μεδούλι μονάχα έτρωγε και τρυφερό θρεφτάρι, κι' η νύστα σα μου τόπιανε και ξέχναε τα παιχνίδια, τότες σε στρώμα μαλακό στην αγκαλιά την βάγιας κλιούσε τα μάτια με καρδιά κάθε αγαθό γιομάτη· έρμο όμως τώρα ολάρφανο πολλές θα πιει ίσως πίκρες, 505 ο Μοναφέντης που τον λεν όλοι, γυναίκες κι' άντρες, τι μόνος του διαφέντεβες το κάστρο εσύ, καλέ μου . . . εσύ π' αλάργα από γονιούς μπροστά σ' οχτρών καράβια σκουλήκια τώρα θα σε φαν, αφού χορτάσεις σκύλους γυμνός· και θα σου καίτουνται τα ρούχα μες στον πύργο, 510 ψιλά πανώρια, πούφτιασαν των γυναικώνε χέρια . . . Μα αφτά όλα θαν τα κάψω εγώ, αχ δίχως όφελός σου, που σάβανο σε νεκρική φωτιά δε θα σου γίνουν.» 513
— Ας τα, ας τα! ανακράζει ο Δημήτρης. Έπειτα γυρίζοντας και κοιτάζοντάς τονα σοβαρά και συλλογισμένα. — Η γυναίκα σου κι αυτός σαγοράζουν και σε πουλούνε δέκα φορές πρι να το μυριστής εσύ, κακομοιριασμένε! Μωρέ, άκου δω· γεννήθηκες από τη μακαρίτισσα τη μάννα μας, ή δε γεννήθηκες; Και δεν το θυμάσαι, καημένε, σα μας τόλεγε και το ξανάλεγε, «Κάλλιο να βγουν τα μάτια σου παρά τόνομά σου;»
Εγώ το μαθαίνω και στο δρόμο το μάθημα. Φρρρ — κι απ' όξω τόμαθα. . . . Για δες την τη μαριόλα στο παράθυρο πάλι! Αχ, θα με πεθάνη αυτή. Της τόταξε, μικρούλα μου, η μάννα μου της μάννας σου σα γεννήθηκες, μα και να μη σου τόταζε, πάλι θα σέπαιρνα. Αγάπη μου, πότε θα ξενιτευτώ να κάμω σερμαγιά και να γυρίσω με τα χρυσά νυφικά σου; Φεύγεις εσύ τώρα!
Τα μάτια σου τα μάβρα, γιομάτα ελπίδα, γιομάτα θλίψη που με σφάζει, μέρα δεν είναι που να μην τα θωρώ και να μην τα θαμάζω και να μην τα πονώ τα μάτια σου τα μεγάλα. Εσένα δε σου κοστίζει να θυσιαστής. Εσύ το σκοπό μονάχα κοιτάζεις. Εσύ γεννήθηκες με την πίστη. Εσύ έμαθες την πομονή, εσύ για τα γενναία συνεπαίρνεσαι. Κ' η πομονή σου, τα γενναία θα σε κάμη ναπολάψης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν