United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποτραβήχτηκαν τα δυο αδέρφια σε παράμερη κώχη, και σαν αγριοκοίταξε δίπλα κατά το χωριό ο Δημήτρης, και μουρμουρίζοντας αντίθεες βλαστημιές έφτυσε στον αέρα, σα νάβλεπε κάποιον εκεί που λόγους δεν είχε να του παραστήση το μίσος του, γυρίζει και λέει του αδερφού του. — Μωρέ Μιχάλη, κοιμάσαι, καημένε! — Πες μου τι τρέχει, και με πέθανες.

Έτυχε ποτέ σου να δης φάντασμα, από μέσα κιβούρι, κι απ' έξω άσπρο, καθάριο σεντόνι; Να τρομάζης, και να πολεμάς να το ξεφύγης, κι όλο να τακολουθάης το στοιχειό; Να τρέμουν τα σκέλια σου, και να μην πέφτης χάμω, μόνο να πηγαίνης κατόπι του ώσπου να σε φέρνη στο Κοιμητήριο, να σου δείχνη τα μνήματα ένα ένα, να σε κάνη να διαβάζης τις πλάκες τους, να γονατίζης εμπρός τους, ύστερα να σε προστάζη να ξαπλώνεσαι και να θαρρής πως είσαι και συ θαμμένος μέσα στο Κοιμητήριο; Να το ξέρης πως μπορείς να σηκωθής, να τρέξης και να φύγης έξω στο ζωντανό τον κόσμο, και πάλι να μην μπορής, γιατί δεν το θέλει το φάντασμα; Κ' έτσι να γίνεται η θέλησή του δική σου, και να μένης εκεί ξαπλωμένος και μισαποθαμμένος, και να φαντάζεσαι πως σ' έχουνε σκεπασμένο και με μνημείο μαρμάρινο, με γράμματα χρυσωμένα απάνω του, μ' άλλα λόγια πως πέθανες, δοξάστηκες, αποθεώθηκες;

Οι παλαιότεροι, μια φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με ανάμπαιγμα: — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα.

Για αφτό σε κλαίω με πόνο, σε λαχταράω που πέθανες, γλυκόλογέ μου πάντα300 Έτσι θρηνούσε, κι' έκλαιγαν κατόπι κι' οι γυναίκες, εκείνον τάχα μα καημούς η καθεμιά δικούς της.

Τότε η Εκάβη αρχίνησε των γυναικών το κλάμα 430 «Ωχ γιε μου, εγώ η κακότυχη, τι πια να ζω στον κόσμο τώρα που εσύ μου πέθανες, της χώρας το καμάρι, της χώρας η παρηγοριά, π' όλοι, γυναίκες κι' άντρες, νύχτα και μέρα σα θεό σε λάτρεβαν στο κάστρο. Τι εσύ είσουν μόνη δόξα μας, εσύ είσουν μόνη ολπίδα, 435 σα ζούσες· τώρα αχ θάνατος, τώρα σε πήρε χάροςΈτσι έκλαιγε η γερόντισσα.

Δεν είμαστε όλοι μας σαν παραμύθια, παραμύθια που περπατούνε — ή που κάθουνται: Γεννήθηκες, έζησες, πέθανες. Και τι βγαίνει; Κάθουμαι στη φωλιά μου και συλλογιούμαι. Τόσο μου φτάνει. Εδώ κρότο δεν ακούς, παρά τα δέντρα που ψιθυρίζουν. Και κοντά κοντά, μόλις μισή ώρα διάστημα, τρέχει, φωνάζει, βράζει το Παρίσι.

Μήνες και χρόνια ολόκερα σε καρτερώ απ' τα ξένα, Και το μαράζι της καρδιάς, της ξενιτειάς σου η πίκρα Μώφερε αρρώστεια αγιάτρευτη και μ' έρριξε 'ςτό στρώμα Ή άλλαις, είπα, αγάπησες 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα Κ' εμένα μ' αλησμόνησες την πολυαγαπητή σου, Ή αρρώστησες και πέθανες χωρίς εγώ να μάθω. Και δάκρυο, δάκρυο ψεύτικο, δάκρηο γιομάτο απάτη Τα μαραμένα μάγουλα της σκύλλας αυλακόνει.