Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Πικρά σάλευσε όλος ο σωρός, γεροντικά και σβυσμένα, και φλογερά ματάκια πλημμύρισσαν στα δάκρια, αναφυλητά ακούστηκαν κ' η θλίψη άπλωσε βαρειά τα φτερά της, εκεί στην απαλή ήσυχη κώχη του γιαλιού.
Από την κώχη του πρυμναίου κανονιού είδε τη μύτη μιας άγκυρας, ύστερα το κόψιμο μιας πλώρης, ύστερα το κοράκι της πλώρης, ύστερα την κεραία της τέντας, τους φεγγίτες με τα γιαλιά, σχοινιά, το κατάρτι, τον καπνοδόχο, άνθρωπους, ολόκληρο ένα ρυμουλκό. Άλλοι ναύτες μπαίνανε στο ρυμουλκό κι' άλλοι κατεβαίνανε στις βάρκες. Θόρυβος και φωνές ακουόντανε. — Τι νέα από τη στεριά; — Καλά, καλά.
Και δος του κρασί και μαστίχα. Σαν πήρε απόνυχτο, μια ώρα απάνω κάτω — πηγαιμένοι τώρα οι Τούρκοι — φάνηκαν και τα δυο ταδέρφια, Μιχάλης και Δημήτρης, έπειτα κι ο Πανάγος με τον αδερφό του το Γιάνη, παρέα κ' οι τέσσερεις. Κατέβηκαν ύστερα και κάτι άλλ' αξαδέρφια και συμπεθέροι, και γέμισε μια λάκερη κώχη από το σόγι τους. Σα να λέμε μανιφέστο κι από τις δυο τις μεριές, πως ομόνοιασαν.
Κι αυτόν το δύσεχτο χρόνο, που έφυγε η Ελένη, και πήρε τον αγύριστο δρόμο της αγιωσύνης, που δεν μπορούσα πια να την ξαναϊδώ μήτε στο χωριό, είτανε δίστομο μαχαίρι η λύπη μου και μου τρυπούσε ως πέρα τα σπλάχνα, κρυφά και δίχως να το ξέρη κανένας. Ώρα πολλή δεν μπορούσα να μείνω κοντά στην κώχη εκείνη, χωρίς το γέρο ή τη μάννα μαζί μου.
Μερικά σεντούκια κοντά στους τοίχους αραδιασμένα, κανέναν πάγκο παράπλευρα με τον τοίχο κι αυτόνα, δύο τρία σκαμνιά ή καρέγλες, από κείνες με το μονό τακκουμπήδι, τραπέζι, και το κρεββάτι στην κώχη. Σκάλα λιθόχτιστη απέξω, σκαλί κι από μέσα που σανεβάζει στην ίδια την κάμαρα. Κάτω πάλε στο χαμώγι η καθημερινή η ζωή.
Αποτραβήχτηκαν τα δυο αδέρφια σε παράμερη κώχη, και σαν αγριοκοίταξε δίπλα κατά το χωριό ο Δημήτρης, και μουρμουρίζοντας αντίθεες βλαστημιές έφτυσε στον αέρα, σα νάβλεπε κάποιον εκεί που λόγους δεν είχε να του παραστήση το μίσος του, γυρίζει και λέει του αδερφού του. — Μωρέ Μιχάλη, κοιμάσαι, καημένε! — Πες μου τι τρέχει, και με πέθανες.
Σαν έμπαινα στο καλύβι κι ανιστορούσα πως εκεί, κοντά στη γωνιά, κάθισε η αγιασμένη μου η Ελένη τότες που τηνε γλύτωσε ο γέρο Βασίλης, και πως δεν ξαναμπήκε σ' αυτό το καλύβι, δεν ήρθε να μου πη πως την αγαπάει εκείνη την κώχη που της ξανάφερε τη ζωή, μ' έπαιρναν τα δάκρια κάποτες, και κατέβαινα στο γιαλό να ξεσκάσω κοντά στα κύματα.
Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο. Α δεν είτανε Σαβάτο βράδυ και ξημέρωμα Κεριακή, θα σ' έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτωχικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά.
Εκεί πνίγουνταν κάθε κώχη στο γιασουμί, εδώ κάθε λουλούδι τον τόπο του, κάθε τόπος το βότανό του. Εκεί ραχάτι, εδώ ζωή και τάξη. Την έχει ο Ρωμιός την τάξη στο σπιτικό του, κι ας τηνε στερείται το έθνος του. Λες και τόκαμε όρκο, κ' είπε του Τούρκου: «Μου πήρες τον Τόπο μου; Χάρισμά σου.
Να πιάση Τούρκο και το ζουμί του να βγάλη, βάρβαρο πράμα! Ξεθυμαίνει λοιπόν με τα λόγια στην κακόμοιρη τη γριά του. Τις γόβες του βλέπω εκεί στην κώχη, και τρόμος με πιάνει. Αγερικό σπίτι, κ' η πάστρα φέγγει πέρα και πέρα. Μαρμαρόστρωτη αυλή στη μέση, το σαλόνι από τη μια, από την άλλη η τραπεζαρία, και στο βάθος οι σκάλες. Παντού χάρη, καλοπάθια και βιος. Παντού τάξη και πάστρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν