United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα θα τα δούμε κατόπι τα τραγικά τους καμώματα, και κείνων που βγαίνανε στους αγώνες και κείνων που τους σεριάνιζαν. Ας αναφέρουμε μονάχα τώρα πως οι Πράσινοι μπαίνανε στο Ιπποδρόμιο από τη βορειανατολική την Πύλη, και καθίζανε στην ανατολική την πλευρά. Οι Κυανοί πάλι από τη βορειοδυτική την Πύλη, και πιάνανε τη δυτική τη μεριά.

Όσο συνηθισμένα και να τα είχε τα γέλοια του γέρου, τώρα πια της μπαίνανε στα στήθια σαν αλύπητες μαχαιριές. Αυτή μαθές να γυρεύη να κυβερνήση την κόρη της, κι ο πατέρας της να την αρρεβωνιάζη κιόλας έτσι μωρό παιδί μ' άλλο μωρό παιδί στο τραπέζι απάνω, αυτό να το καταπιή δεν δενήθηκε. Το φυσούσ' αυτό και δεν κρύωνε. Άλλαζε κι όλο άλλαζε χρώματα.

Από την κώχη του πρυμναίου κανονιού είδε τη μύτη μιας άγκυρας, ύστερα το κόψιμο μιας πλώρης, ύστερα το κοράκι της πλώρης, ύστερα την κεραία της τέντας, τους φεγγίτες με τα γιαλιά, σχοινιά, το κατάρτι, τον καπνοδόχο, άνθρωπους, ολόκληρο ένα ρυμουλκό. Άλλοι ναύτες μπαίνανε στο ρυμουλκό κι' άλλοι κατεβαίνανε στις βάρκες. Θόρυβος και φωνές ακουόντανε. — Τι νέα από τη στεριά; — Καλά, καλά.

Από τη μια ο Βελισάριος έχτιζε τα οχυρώματα, κι από την άλλη τριάντα χιλιάδες διαλεχτοί Πέρσοι μπαίνανε στη Μεσοποταμία . Έπεσαν καταπάνω τους ταυτοκρατορικά στρατέματα, μα τα βρήκε φοβερός χαλασμός. Πάμπολλοι επίσημοι, και δικοί μας κι από τους συμμάχους, Σαρακηνούς κ' Ισαύρους, άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι σκλαβώθηκαν. Έμεινε κ' η Νίσιβη στου εχτρού τα χέρια.

Κι όταν το χέρι του ενός ζητούσε το χέρι του άλλου, το κάναμε μόνο γιατί γνωρίζαμε πως ο ένας δεν μπορούσε να το υποφέρη να είναι μακριά από τον άλλον, αν κ' οι δυο μας το αιστανόμαστε πως καταβάθος είμαστε μακριά. Τα παιδιά μπαίνανε να μας καλονυχτίσουν. Τα φιλούσαμε και τα κοιτάζαμε που φεύγανε.

Ο πεντάξυπνος όμως ο Σφακιανός του, που πέτρα Κρητικιά δε σήκωνες να μην τονε βρης αποκάτω, που έπραξε κ' έπαθε πολλά στον καιρό του, τον ήξερε καλλίτερ' από μας το Μυλόρδο. Τον άφινε και γύριζε, σκάλιζε, κ' έγραφε έγραφε, ώσπου χαρτάκι άγραφο δεν τούμνησκε πια όταν μπαίνανε στ' Αποδούλο μια βραδινή, ό,τι βασίλευε ο ήλιος, αποσταμένοι κ' οι τρεις τους, Μυλόρδος, άλογο, Σφακιανός.