United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα σπίτια μου φάνηκαν αλλοιώτικα, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, το μεσοχώρι αλλοιώτικο... Είναι αλήθεια ότι έφυγα μικρό παιδί και γυρίζω σήμερα γέρος, αλλά τόσο θυμούμαι τα πράγματα εδώ, που μου φαίνεται, σαν να έχω φύγει χτες. Υπόθεσα ότι έγεινε κανένας χαλασμός από θανατικό, ή από επανάσταση, ότι κανένας Μικροχωρίτης δε βρίσκεται εδώ μέσα, κι' ότι είστε όλοι φερτικοί από μακρυνόν τόπο.

Πολλές βολές στα μάτια της τα μαύρα και μεγάλα Είδα να καθρεφτίζεται η λαμπερή σου αχτίδα Πολλές βολές κουρμάστηκα οι αντίλαλοι του λόγγου Να παίρνουν οχ το στόμα μου και στα πουλιά να λένε Το χαϊδεμένο τόνομα της μαυρομάτας Χρύσως. Να κάτεχες τι χαλασμός που γένετ' εδώ μέσα!

Λόγο μόνον να μου δώσης, πως κι' εσύ θα μου τελιόσεις τούτο που θελά σου ειπώ· Αχ! τα μάτια αυτά όσο ζήσω, εδικά μου ν' αποχτήσω, κι' όσο ζιώ να τ' αγαπώ. Αχ! έφτακε η φαρμακερή, κι' η ώρα ήρθ' εκείνη, Που θέλα σε ξεχωριστώ χρυσό μου καναρίνι· Η διορία σώθηκε, καιρός δεν απομένει. Στη μαυρισμένη μου καρδιά τι χαλασμός γένη.

Βασιλοπούλαι ήσαν παντού· άλλο τίποτε! αλλά κάτι τον έδιδε πάντοτε την υποψίαν, ότι δεν ήσαν καθ' εαυτό και αληθιναί βασιλοπούλαι. Επέστρεψε λοιπόν εις του πατρός του άπρακτος και λυπημένος, διότι είχε μεγάλην επιθυμίαν να εύρη μίαν αληθινήν βασιλοπούλαν. Μίαν νύκτα ήτο τρικυμία φοβερά και τρομερά. Αστραπαί, βρονταί, βροχή, χάλαζα, χαλασμός κόσμου!

Αλλά και εις την φωνήν δεν είχε, καλέ, κάτι τι από το βέλασμα του τράγου; Έπειτα ήτο κακοζωσμένος, ασυστύλωτος και δεν ήξευρε να περιπατήση στο ίσωμα, αλλά συνεκρούοντο τα σφυρά του και οι πόδες του παρέσυρον και κατεκύλιον τους λίθους της οδού, και εγίνετο χαλασμός κόσμου. Τι πατούχας!

Το παζάρι είνε γιομάτο από σκλάβους του Μεσολογγιού που τους έφεραν τ' ασκέρια του Βαλή και τους πωλούν σα πρόβατα στο ικάντο στους αρχόντους και μπέηδες Τούρκους Γιαννιώτες. &1830, Απριλιού 21&. Χαλασμός κόσμου σήμερ' από βροχή. Ύστερ' απ' αυτήν έρριξε χαλάζι δυνατό που κάθε σπιρί του ζύγιαζε δέκα δράμια κ' έκαμε μεγάλες καταστροφές.

Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!

Η υπηρέτρια που μ' άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά: — Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είνε και πολύ κύριος... Δε βρήκα ούτε τη δύναμι να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο. Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ' το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί-πρωί, μπροστά στα μάτια μου. — Εδώ είμαστε πάλι!

Και ρίχνονταν ακράτητοι, σα κύματα αγριεμένα, Με δύναμη και με θυμό και με μεγάλην έχτρα, Σα να μην είχανε πιαστή, να μη είταν κουρασμένοι, Μπαρούτι απάνω στη φωτιά, μανία στη μανία, Καταστροφή και χαλασμός, βοριάς και τρικυμία.

Ευτυχώς ουδ' εκείνος εκρατήθη επί πολύ, αλλ' εισχωρήσας εις εργαστήριον αρχαίου γνωρίμου του απηύθυνεν, άνευ προοιμίου εξηγούντος την παρουσίαν μας, την αυτήν εκείνην ερώτησιν, ήτις μου ήρχετο εις τα χείλη. ― Ηύρες την ώραν να επιστρέψης, φίλε μου. Εδώ είναι κόσμου χαλασμός. Αύται ήσαν αι πρώται του εμπόρου λέξεις.