United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το λοιπόν, αφτοί που κάθουνται ήσυχα στο γραφείο τους και σας φτειάνουνε λέξες, λόγου χάρη, εργοστάσιον των πίλων κι άλλα τέτοια, ή που βγήκανε άξαφνα και μας είπανε η οδός, της οδού , αντίς ο δρόμος, του δρόμου , που ξέρει ο λαός, αφτοί που μας βγάζουν τάχα ελληνικά ονόματα για το κάθε πράμα, τι σκοπό είχανε; Είχαν εννοείται το σκοπό να μάθη ο λαός τις λέξες, τα ονόματα που φτειάνουνε, είχαν το σκοπό να κάμουνε γλώσσα εθνική.

Και το καλό που σου συμβαίνει αυτη τη στιγμή είναι το πως, ανΤι να σε μαλλώσω για δεύτερη φορά, γι' αυτά που λες, προτιμώ να βγω όξω. ΓΙΑΓΙΑ Φεύγεις παιδί μου : ΦΙΝΤΗΣ Ναι, πάω στο εργοστάσιο. Θέλω να ρίξω μια ματιά στο γραφείο. Θα σου πω, γιαγιά μου, ένα πράμα, μα να μη με μαλλώσης. ΓΙΑΓΙΑ Μα γιαΤι να σε μαλλώσω; Είναι κακό αυτό που θέλεις να μου πης; ΑΝΝΟΥΛΑ Δεν ξέρω.

Από το αίμα στα χέρια της πολυθρόνας μπορούσε κανείς να συμπεράνη πως επυροβόλησε καθήμενος μπρος στο γραφείο του· πως έπειτα έπεσε με σπασμούς και κυλίστηκε γύρω στην καρέκλα. Ήτανε στο παράθυρο, παραλυμένος, ανάσκελα, με όλα του τα φορέματα, με τα παπούτσια, με γαλάζιο επανωφόρι και κίτρινο γελέκο. Όλο το σπίτι, η γειτονιά, η πόλις αναστατώθηκε. Ο Αλβέρτος εμπήκε.

Θάχουν πολλές δουλειές· είπε η Ελπίδα στο βρόντο. — Α, ναι· έχεις δίκιο· έχεις μεγάλο δίκιο! Θα έχουν δουλειές· αλλοιώς δεν ημπορούσαν να μας λησμονήσουν. Και αμέσως ησύχασε. Έκραξε ψι...,ψι...ψι...τη γάτα πούβγαινε κείνη την ώρα από το γραφείο του, την πήρε στα χέρια κι άρχισε να την φιλή τρυφερά, να την χαϊδεύη και να τρίβη το κεφάλι της στο πρόσωπό του.

Ένας μάλιστα, ο μακαρίτης δικηγόρος Σπύρος Συνοδινός, ήρθε ύστερ' από λίγες μέρες στο γραφείο μου, και αγόρασε καμιά τριανταριά φύλλα, για λογαριασμό του «Δικηγορικού Συλλόγου», λέγοντάς μου κομπαστικά: ― Κ' εγώ είμαι φαυλοκράτης σαν το Δραγούμη! Άμα του το είπα αυτό, στο Υπουργείο των Εξωτερικών ένα δειλινό, μου αποκρίθηκε γελώντας ·

Και με κίνημα περιφρονητικό βγήκε από την τραπεζαρία και πήγε στο γραφείο του. Μα εκεί θυμήθηκε, τα σχέδια που έκανε με την Ελπίδα και γαλήνεψε αμέσως. Άναψε τη λάμπα του και κύτταξε περίγυρα. Τα προγονικά λείψανα ήταν όλα στη θέση τους. Πόδια, χέρια, κεφάλια, κορμιά κάθονταν απάνου στα βάθρα τους περήφανα, λες κ' είχαν νικημένο το Χάρο.

Κανένας δε με κρατάει. Αχ! Πνίγομαι. Πνίγομαι. ΜΙΣΤΡΑΣΜπάρμ-Αργύρη, γλήγορα, για το Θεό, τρέξε. Στην κάμαρά μου, απάνω στο γραφείο μου είναι ένα κουτάκι, ένα μπουκαλάκι. Φέρτα γρήγορα! Τρέχα! Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔυστυχία μου, δυστυχία μου! Δεν είναι τίποτα Τάσσο! Η αγγίνα σου. Ησύχασε. Θα περάση . . . Τώρα θα σου κάνω εγώ ό,τι πρέπει. ΦΛΕΡΗΣΤη Λέλα! Θέλω να ιδώ τη Λέλα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Δώρα!

Δεν είναι έτσι; Αφτά που μας κανονίσανε στο γραφείο τους δεν είναι προσδιορισμένα για τους φιλοσόφους, φιλοσοφία δεν είναι· εκείνοι που πήγαν και ξεσκάλισαν τη λέξη και την κλίση, την είπανε η οδός, της οδού , για να τη λέη ο αμαξάς, για να τη λέη το έθνος· όλο το έθνος έχει το δικαίωμα ναρπάξη τη λέξη, να την κάμη δική του. Βέβαια!

Ένας ναύτης γραφέας συνάδελφός του στο ίδιο γραφείο, τον έπιασε ψηλά από το μπράτσο και τούπε: — Η σάλπιγγα χτύπησε πληρωμή των ανθρώπων που ανθράκεψαν. Έλα να μας βοηθήσεις στη δουλειά. — Αυτό είνε δικός σας λογαριασμός, απάντησεν ο Ρένας. Οι τιμωρημένοι με φυλάκιση δε δουλεύουνε. Η σάλπιγγα περιγύριζεν ακόμα το καράβι και φώναζε.

Ανέλπιστα όμως έγινε καλήτερα η γυναίκα μου. Το καλητέρεμά της προχωρούσε αργά κ' η δύναμή της είτανε λίγη. Δεν περιγράφεται πόσο παράξενο μας είταν αυτό το νέο ξύπνημα στη ζωή, που κανείς δεν το περίμενε. Ωστόσο είτανε πραγματικότητα κι όταν τώρα καθόμουνα στο γραφείο μου κάτω στο ισόγειο κι όλο το σπίτι είτανε βυθισμένο στην ησυχία, μπορούσα να ξαναπλάθω πάλι όνειρα για το καλοκαίρι.