United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάει και πέφτει ο βασιληάςτης λυγερής τα πόδιαΠάψε, κόρη, τον αργαλειό, πάψε και το τραγούδι, Γιατ' απ' το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον γλυκό ηχό σου Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη, Και καταριέται η αργατειά κι' οι ξενοδουλευτάδες, Κ' ήρθαν μέσ' ς τα παλάτια μου και σκούζουν και φωνάζουν Ή να γιατρέψω το κακό, ή θα με θανατώσουν.

Ιδέτε τα και ζητήστε τους συγγενήδες της κόρης, ανίσως και δειχτή ποτέ πως ταιριάζει για γυναίκα του Δάφνη. Αυτό μήτε ο Δρύαντας το είπε στο βρόντο, μήτε ο Διονυσιοφάνης τάκουσε μ' αδιαφορία, παρά αφού εκοίταξε το Δάφνη και τον είδε να χάνη το χρώμα του και να κρυφαναδακρυώνη, γλήγορα εκατάλαβε τον έρωτά του.

«Άμα το ξεκάμπισα το Χωριό μου, έρριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά, για να νοιώσουν οι χωριανοί, ότι «ξενιτεμένος έρχεταικι' από τον πολύν τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λαδώματα, οι ρεματιές και τα βουνόπλαγα.

Αυτή είνε, απεφάνθη ο κυρ-Μοναχάκης· να τα γυρίσουμε κατά κει παιδιά· να ορτσάρω... — Πού πάει από 'κεί; ηρώτησεν είς ναύτης. — Πάει στον Άι-Νικόλα· το συντομώτερο δρόμο, βλέπεις, διαλέξανε· κ' ημείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο. — Να τα γυρίσουμε, παιδιά! έκραξεν ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ γλήγορα να τα γυρίσουμε· σία ένας, να ορτσάρω!

Μια λυγερήτον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της, Πώχει ασημένιον αργαλειό κ' υφάδια μεταξένια, Πώχει σαΐταις μάλαμμα και φιλτισένια χτένια. Κάθε που ρίχτει σαϊτιά λέει κ' ένα τραγούδι, Κι' από το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον ηχό της κόρης Ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη.

Θάχουν πολλές δουλειές· είπε η Ελπίδα στο βρόντο. — Α, ναι· έχεις δίκιο· έχεις μεγάλο δίκιο! Θα έχουν δουλειές· αλλοιώς δεν ημπορούσαν να μας λησμονήσουν. Και αμέσως ησύχασε. Έκραξε ψι...,ψι...ψι...τη γάτα πούβγαινε κείνη την ώρα από το γραφείο του, την πήρε στα χέρια κι άρχισε να την φιλή τρυφερά, να την χαϊδεύη και να τρίβη το κεφάλι της στο πρόσωπό του.

Κι' όσα θεριά τον έβλεπαν του κυνηγιού, κι' αγρίμια, Απ' την πολλή τη λάμψι του και το βαρύ το βρόντο Τρομάζανε κι ολόφοβα κρύβονταν 'ςταίς σπηλιαίς των, Και μοναχά 'σάν πήρανε μέσ' 'ςτά ζερβά τ' απόσκια Ένα ζαρκάδι εσκότωσε σε κρουσταλλένιο αυλάκι.... Του Κόσμου η άκρη ήταν εκεί και τα στερνά βουννά του. 'Σ ένα σιαδάκι του βουνού, ανάμεσα 'ςτά δέντρα, Βρυσούλα ολόδροση έχυνε το κρύο το νερό της.

Αλλά, αλλά γελάσθηκα. Μια 'πατηλή ελπίδα Μου μένει πάντατην καρδιά Ν' ακούσω ώραώρα Ένα τουφέκι βροντερό 'Στήν ένδοξη τον χώρα. Το βρόντο του δεν άκουσα, Μόν 'σάν καπνούρα είδα Για σώπα, σώπα και θαλθή Μια 'μέρα και για σένα, Ν' ακούσης και το βρόντο του, Να ταραχθή η Πλάσι, Τα έρμα τούτα τα βουνά Να σκούζουν, και τα δάση Και τα λαγκάδια να βογγούν Στα αίματα πνιγμένα.

Ο δε Αλικιάδης είχε διατελέσει και αυτός βουλευτής άλλοτε και είχε διακριθή. Δεν ήτο άνθρωπος να πηγαίνη στα χαμένα. Ήθελε «σίγουρες δουλειές». Ήτον ικανός να εξοδεύση και δέκα πέντε χιλιάδας, και είκοσι χιλιάδας διά να επιτύχη. Αλλά δεν επετούσε τα λεπτά «στο βρόντο». Ήτο βέβαιος ότι εκλεγόμενος βουλευτής θα ωφελείτο είκοσι πέντε ή τριάντα χιλιάδας, το ολιγώτερον.