United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χάρτινον πλοιάριον ανέβαινε και κατέβαινεν εις το αυλάκι, και κάποτε εστρεφογύριζε τόσον ορμητικά, ώστε έτρεμεν ο στρατιώτης· αλλά δεν το απεδείκνυεν, ούτε ήλλαζεν η φυσιογνωμία του, και εκύτταζεν εμπρός του πάντοτε με το όπλον επ' ώμου. Έξαφνα εχώθη το πλοιάριον εις την υπόνομον, και ο στρατιώτης ευρέθη εις τα σκοτεινά, επίσης σκοτεινά καθώς όταν ήτο κλεισμένος εις το κουτί του.

Το τέταρτον εστολίζετο με μίαν χρυσήν ζώνην, το δε τελευταίον ήτο μικρότερον από τα άλλα και δεν ήξευρε να κάμη τίποτε. Και τα πέντε δε άλλο δεν έκαμναν παρά να καυχώνται διά τα προτερήματά των τόσον, ώστε τα εσιχάθηκα και τα πέντε, και έφυγα, και ευρίσκομαι εδώ όπου με βλέπεις. Εκεί ήλθεν έξαφνα πολύ νερόν εις το αυλάκι και επλημμύρισε, και το ρεύμα επήρε το υαλί.

Μήπως είναι τω όντι κουρκάκι; Τώρα θα το ιδούμεν. θέλει δεν θέλει, θα το βάλω εις το νερόν. Την επαύριον ο καιρός ήτο λαμπρότατος, και ο ήλιος έπαιζεν εις τα φύλλα των δένδρων. Η πάπια επήρεν όλα της τα παιδιά και επήγεν, εις το αυλάκι και, πλουφ, επήδησεν εις το νερόν.

Απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• 365 «Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα, 'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι, παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε, ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370 ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος, λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι, ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία, και ο σβώλοςτο τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι, θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375 και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα, και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιοτο κεφάλι, μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος, και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380 αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου• και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις, ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους• αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385 ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθήςτον δρόμο».

Αλλ εγώ ηξεύρω τι αξίζω, και ποια είμαι, και ας ευρίσκωμαι εις το αυλάκι. Δεν έχασε τω όντι μήτε την αξιοπρέπειαν μήτε την ευθυμίαν της. Και έβλεπε λογής λογής πράγματα να τρέχουν απ’ επάνω της εις το αυλάκι: άχυρα και ξυλάκια και κομμάτια παλαιών εφημερίδων. — Πώς τρέχουν, έλεγεν η σακκορράφα. Και ούτε τους περνά από τον νουν ότι εγώ είμαι εδώ κάτω!

Είμαι τόσον λεπτή, ώστε μήτε η μητέρα μου δεν ημπορεί να με διακρίνη! Μίαν ημέραν δύο παιδιά του δρόμου ήλθαν και εσκάλιζαν εις το αυλάκι, όπου εύρισκαν πότε καρφία, πότε κανέν χάλκινον νόμισμα. — Ωχ! εφώναξε το έν παιδί, διότι η σακκορράφα του εκέντησε το δάκτυλον. Να μία σπασμένη βελόνη. — Με συμπάθειον, είπεν η σακκορράφα. Είμαι καρφίτσα! Αλλά δεν την ήκουσαν τα παιδιά.

Εγώ ξέφυγα, Ιζόλδη, και σένα θα σε σκοτώση. Για μένα την καίνε! Γι' αυτή, πρέπει κ' εγώ να πεθάνω». Ο Γκορνεβάλης του είπε: «Ωραίε άρχοντα, ησυχάστε, μην ακούτε το θυμό σας. Κυττάχτε αυτόν τον πυκνό θάμνο, το φραγμένο από πλατύ αυλάκι. Ας κρυφτούμε κει. Πολλοί περνάνε από το δρόμο. Θα μας πουν νέα.

Διά να είπη όμως αυτά η σακκορράφα ετεντώθη τόσον, ώστε εξεκαρφώθη από το μανδήλι και έπεσεν εις τον νεροχύτην, όπου η μαγείρισσα εξέπλυνε τα πινάκια. — Και τώρα! είπεν η πτωχή σακκορράφα. Τώρα; Καλόν κατευόδιον! Φθάνει μόνον να μη χαθώ. Και πραγματικώς εχάθη, και με τα ακάθαρτα νερά κατήντησεν από τον νεροχύτην να ευρεθή εις το αυλάκι τον δρόμου. — Είμαι παραπολύ καλή διά τον κόσμον, έλεγεν.

Τώρα ας με δέσουν ας με κάνουν ό,τι θέλουν, ας με σκοτώσουν, δε με μέλει πεια». Οι άπιστοι προδότες τόσο σφιχτά της είχαν δέσει τα σκοινιά που το αίμα έτρεχε από τα χέρια της αυλάκι. Αλλά εκείνη είπε γελαστή: «Αν έκλαιγα γι' αυτόν τον πόνο, την ώρα που ο καλός Θεός πήρε το φίλο μου από τα νύχια των απίστων, βέβαια, δε θάξιζα τίποτα

Έκαμαν λοιπόν από μίαν παλαιάν εφημερίδα έν μικρόν πλοιάριον, και έστησαν εις την μέσην τον στρατιώτην, και τον έβαλαν εις το αυλάκι. Αι! πως έτρεχε το νερόν, και πως εκατρακυλούσε· διότι είχε βρέξει πολύ. Έτρεχε και το πλοιάριον με τον στρατιώτην, τα δε παιδία εφώναζαν και εχαίροντο και επηδούσαν.