United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο λοστρόμος αρπάχτηκε απ' την αρμαδούρα· λίγο και τον έπαιρνε η θάλασσα. — Όρτσα! φώναξε στον τιμονιέρη μουσκεμμένος. Η «Αθηνά» τινάχτηκε πάλι σαν παλληκάρι. Σακατεμένη ετούτη τη φορά. Ο Καπετάν-Μοναχάκης το καταλάβαινε. Οι πόνοι τον σουβλούσαν κι' αυτόν σαν καρφιά. — Πάει, κ' οι δυο σακατευτήκαμε, είπε τρίβοντας τη μέση του. Σώθηκαν τα ψέματα. Ο Θεός να βάλη το χέρι του.

Μετά ερχόταν η Καλίνα, η τοκογλύφος, πλούσια κι εκείνη, αλλά με μυστηριώδη τρόπο. «Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος∙ είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί, στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό.

Εν τούτοις έξω εις την αίθουσαν ηκούοντο τα βαρέα βήματα του Παντελή και αι συρταί εμβάδες της Κυρίας Σοφίας. Ανεβιβάζοντο τα κιβώτιά μας, μετεκινούντο επίπλα, έως και καρφία ήκουα να καρφώνονται επί των τοίχων. Η οικία έγεινεν ανάστατος εξ αιτίας μας. Αλλ' όμως ουδείς κρότος εμαρτύρει την παρουσίαν της θυγατρός του οικοδεσπότου. Η δεσποινίς Μελέτη ούτε ηκούετο ούτε εφαίνετο.

Και τα μεν καρφία εβυθίσθησαν εις τον βαθύν πυθμένα, αι δε σανίδες διεσπάρησαν εις το πέλαγος μεταβληθείσαι εις γιαλόξυλα. Και τότε πλέον ανέβη τον ανήφορον της αγοράς χωρίς να έχη υψηλά την κεφαλήν του ο αφελής ναυαγός. Είχε σύρει το κασκέτο του μέχρι των ώτων και ανέβαινε χωρίς να βλέπη σχεδόν, προσκρούων εις τα λιθάρια και τα καλδερίμια.

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια, την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε κάμποση ώρα, κι' ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα: — Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο-τρία ντουφέκια στην αράδα.. θάναι ο Βασίλ'ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου:. «Πώχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια... »

Η γιαγιά μου έλεγεν παραμύθι για ένα βουνό από μαγνήτη· τα πλοία, τα οποία επλησίαζαν πάρα πολύ, έχαναν διά μιας όλα τα σιδερικά των, τα καρφιά επετούσαν προς το βουνό, και οι ταλαίπωροι ταξιδιώτες εσκοτώνοντο ανάμεσα στα σανίδια που έπεφταν το ένα πάνω στ' άλλο. 30 Ιουλίου.

Μια κόρη, μέσα στις δεσποινίδες Μεμιδώφ, που ταξίδεψε, και κάπως άλλαξε τον αέρα της, και σα να πήρε μυρουδιά από έναν κόσμοπου η γυναίκα αντίθετα με την ιδέα που έχουμε για κείνη και οι φράγκοι και οι ανατολίτες―είναι τύπος μιας αξιοθαύμαστης ενέργειας, είναι σα να στέκεται στα καρφιά, μολονότι ανήμπορη κι' αυτή, μέσα στο ανατολίτικο εκείνο, όσο κι αν είναι ευρωπαϊκά πασαλειμμένο, χαρέμι.

ΧΑΡ. Λοιπόν, βάλε πέντε δραχμάς και δύο οβολούς. ΕΡΜ. Και μίαν σακκορράφαν διά το πανί• επλήρωσα πέντε οβολούς. ΧΑΡ. Πρόσθεσε και αυτούς. ΕΡΜ. Σου έφερα επίσης κερί διά να φράξης του πλοιαρίου τα ανοίγματα, προσέτι δε καρφιά και σχοινί με το οποίον έκαμες την υπέραν• όλα δύο δραχμάς. ΧΑΡ. Και αυτά εις καλήν τιμήν τα ηγόρασες. ΕΡΜ. Αυτά είνε, εκτός αν ελησμονήσαμεν τίποτε.

Σε βαρέθηκα να σε βλέπω...» Στον καφενέ! Τι να κάνω στον καφενέ; «Στα καρφιά κάθεται ο Αποστόλης, μου λέγανε στον καφενέ. Άιντε πήγαινε, Αποστόλη, να μη σε δείρη η γυναίκα σου!...» Καλότυχοι, τόσο ήξεραν, τόσο έλεγαν... Πάνε κείνα τα χρόνια. Μου την πήρε ο Θεός, δόξα νάχη τόνομά του. Από τότε δεν είμαι στον κόσμο τούτο· είμαι από τον άλλον κόσμο. Ζωντανός και πεθαμμένος.

Αλήθεια εδώ και λίγα χρόνια ο Μοναχάκης είχε αρχίσει να κάνη πούλησι του Καπετάν-Πεφάνη. — Δίκηο έχεις, Μελιγκόνη, έλεγε ο Μοναχάκης. Τα γεράματα μας πλάκωσαν κ' εμένα και την «Αθηνά». Και οι δυο με τα μπλάστρια βαστιόμαστε. Μα τι το θέλεις; Δε μας σηκώνει η στερηά. Και καθότανε στα καρφιά. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά. Πού τον είδες πού τον έχασες τον Καπετάν-Μοναχάκη!