United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ν ε ό τ η ς ε ί ν α ι ν α ζ η κ α ν ε ί ς, ν α κ υ ρ ι α ρ χ ή, ν α α π ο λ α ύ η. Ελεύθερος ως πτηνόν, ελαφρός ως πτηνόν ήτο ο Ρούντυ. Και αι χελιδόνες επετούσαν πλησίον του προηγούμενοι και εκελαϊδούσαν, όπως εκελαϊδούσαν, όταν ήτο παιδί. «Εμείς και σεις, εσείς και 'μεις». Το παν ήτο πτήσις και χαρά!

Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα.

Αι Ακτίνες, αι ευλογημέναι θυγατέρες του ηλίου εφιλούσαν τα μάγουλά του και ο Ίλιγγος επαραμόνευε· δεν ετόλμα όμως να τον πλησιάση· αι χελιδόνες από το σπίτι του παππού του, όπου ήσαν επτά σωστές φωλιές, επετούσαν προς αυτόν υψηλά και της κατσίκες του και έψαλλον. «Εμείς και σεις! Εσείς και μεις

Μια στιγμή πριν έλθης, είδα ένα κοπάδι πέρδικες που επετούσαν κατά το Βορειά, δυο λαγούς που έτρεχαν αντικρυνά, ένα ζαρκάδι που έφευγε κατά την Ανατολή και ένα ζευγάρι φαζάνια κατά τη Δύσι. Έχεις λοιπόν να διαλέξης, μόνο δεν έχεις καιρό να χάσης αν θέλης να τα φθάσης.

Άναβαν, έκαιαν, σπίθες ολόθερμης επιθυμίας επετούσαν τα μάτια τους. Γλαρά, φλογισμένα, γυαλιστερά ελαμποκοπούσαν στης ξυπνισμένης σάρκες την καφτερή τη λάβρα, στου ξαναμένου πόθου το πύρινο καμίνι. Οι λιμοκοντόροι ξετρελάθηκαν μαζί της. Τα γεροντοπαλήκαρα όλους στη λύσα ξαπερνούσαν. Μανιασμένοι γερόλυκοι! Έτρεμαν τα χείλια τους. Έτρεμαν τα χέρια τους. Έτρεμαν τα ποδάρια τους.

Όταν επανήλθεν εις τα βουνά του, σαν να έφυγε μία ομίχλη σκοτεινή από τον εγκέφαλόν του και ένα βάρος που εδέσμευε τα μέλη του. Του εφαίνετο ότι ήτο ελεύθερος, όπως τα πουλιά που επετούσαν γύρω του.

Η γιαγιά μου έλεγεν παραμύθι για ένα βουνό από μαγνήτη· τα πλοία, τα οποία επλησίαζαν πάρα πολύ, έχαναν διά μιας όλα τα σιδερικά των, τα καρφιά επετούσαν προς το βουνό, και οι ταλαίπωροι ταξιδιώτες εσκοτώνοντο ανάμεσα στα σανίδια που έπεφταν το ένα πάνω στ' άλλο. 30 Ιουλίου.

Κ' εκατέβαινε γοργό, βαρύ, αλύπητο το σκοινί πάνω στα σκελεθρωμένα των καταδίκων τα κορμιά μες την πείνα και τα ολημερνά βασανιστήρια. Οι άλλοι, οι κατάκλειστοι στα δωμάτια, που έβλεπαν μες από τους σιδερόφραχτους φεγγίτες, ελύσσαγαν, εμάνιζαν, αστροπελέκια, σπίθες φλογερές επετούσαν τα μάτια τους, να τον κάψουν όξω το Βλαχογιώργο, τον τύραννο.

Παρέκει θα εύρης έν μεγάλον ποίμνιον. Σου το χαρίζω και εκείνοΤότε παρετήρησα ότι ο ποταμός ήτο δρόμος της θαλάσσης, και ότι επήγαιναν και ήρχοντο κάτω εκεί άνθρωποι από την ξηράν εις την θάλασσαν. Και εις τον πάτον είχεν ωραία άνθη και φύλλα καταπράσινα, τα δε ψάρια επετούσαν εμπρός μου, καθώς εις τον αέρα τα πτηνά. — Και πώς ήλθες επάνω έπειτα; ηρώτησεν ο μεγάλος Κλώσος.

Αλλ' ενόσω έμενε μακράν του τόπου της γεννήσεώς του, υπηρετών παντού όπου η Κυβέρνησις ήθελε τον μεταθέσει ως οικονομικόν υπάλληλον, η Λιαλιώ δεν υπέφερε πολύ. Έμενε πλησίον των γονέων της, αδυνατούσα ν' ακολουθήση τον κυρ-Μοναχάκην εις τας αθιγγανικάς ανά την Ελλάδα περιπλανήσεις, όπου εκάστοτε τον επετούσαν, καθώς έλεγεν ο ίδιος, «σαν παληόβαρκα, μπάττι από δω, μπάττι από κει».