United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλέως δεν θα μ' ετσιμπούσαν, δεν θα μ' ετρόμαζαν μ' ίσκιους, δεν θα μ' έμπηχναν στο βούρκο, δεν θα έκαιαν ωσάν δαυλιά στα σκοτάδια, να με παραστρατήσουν, ανίσως εκείνος δεν τους επρόσταζε.

Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις• 340 τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε. καιτους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος να φέγγη, και όλους έβλεπετο πρόσωπ', αλλ' ο νους του άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. 345 Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπητα σπλάγχα ο πόνος. κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου, τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι• 350 «Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. θεόθεν ήλθ' ο άνθρωποςτο δώμα του Οδυσσέα• κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει, ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». 355

Στη γωνιά είταν κρεμασμένο ένα λυχναράκι, κούτσουρα φλογισμένα στο βυθό της έκαιαν. Ένας γάτος μαύρος μαύρος, ξαπλωμένος μέσα στη στάχτη κοιμούνταν βαθύτατα. Η γυναίκα του κυρ πάρεδρου ήρθε και χαιρέτησε το δεκανέα, μια γυναικούλα κατασκοτωμένη απ' τη δουλειά, τέσσαρα κόκκαλα, που λένε. Χαιρέτησε το δεκανέα κ' η κόρη του, μια παχουλή, κοντούλα κοπέλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια της.

Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλοντην φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδατην φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μητο ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκότο ολόμαυρο καράβι». 445

Τα μυρίσθηκα εγώ εκείνην την ώραν τα μάγια. Καπνός εμύρισε την στιγμήν εκείνην, καπνός σαν να έκαιαν ψόφια νυχτερίδα. Ο γαμβρός εφτερνίσθη τρεις φοραίς. Μα έκαμε λάθος η μάγισσα, έλεγεν η γρηά-Μαθήνα, την έβαλεν ο καπετάν-Μαμμής να μαγεύση την νύμφη, και αυτήεμπέρδευσε, λέει, η γλώσσα τηςκαι εμάγευσε τον γαμβρόν να μη ξαναγυρίσητο σπίτι καιτην πατρίδα του.

Επάνω εις ένα πολύτιμον εικονοστάσιον, ολόχρυσον, ήτο η Παναγία η Πορταΐτισσα, μαλαματένια, φορτωμένη από διαμαντόπετραις και άλλα χρυσαφικά. Λαμπάδαις άμέτρηταις έκαιαν εμπροστά της κ' εφαίνοντο ως ζωντανά τα ζωγραφισμένα αίματα εις τον Παρθενικόν λαιμόν της, οπού την εμαχαίρωσεν ο άπιστος αγαρηνός μια φορά, την αγίαν εικόνα εις την σιαγόνα.