Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Μίαν βραδειάν εγώ έστεκα ακουμπισμένη επάνω εις ένα θρονί εις τον χοντζερέ μου, διαβάζοντας διάφορα κεφάλαια από το Αλκοράνι. Και αφού τα εδιάβασα, εσηκώθηκα διά να υπάγω να εύρω τον βασιλέα, που ήτον εις το κρεββάτι· και εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ του, ένα φοβερόν φάντασμα μου φανερώνεται εμπροστά μου και εις την ιδίαν στιγμήν γίνεται άφαντον.
Δεν έχει τα μικρά ελαττώματα των κοινών ανθρώπων. — Το πιστεύω. — Πρώτον είνε οπού δεν λέγει ποτέ ψεύματα. Δεύτερον δεν θέλει να κάμη κακόν εις κανένα. Τρίτον κάμνει καλόν, όσον ειμπορεί. — Αυτό; — Βέβαια. Έπειτα δεν λυπάται ποτέ τα χρήματα. Όχι μόνον δεν τα λυπάται, αλλά δεν τα εκτιμά ποσώς. Δεν τα βλέπει εμπροστά του ούτε ως λιθάρια. Τα καταπατεί ως χαλίκια.
Δεν τούμεινε πιο άλλη καταντιά, μονάχα η γυναίκα του τού μένει· αλλά και πριν τη χάση 'στα χαρτιά, την έχει ο κακόμοιρος &χαμένη&. Έλα, εαυτέ μου, μια φορά και συ ώμορφη να εύρης τούτη μας τη σφαίρα· κόσμοι εμπροστά σου ας φανούν χρυσοί, και αυτή τη νύκτα βλέπε για ημέρα.
Η μαντεία. Ήρκει να παρατηρήση αυτήν πόρρωθεν, και κύπτουσα προς την γην, εξ ης η ρις της δεν απείχε πολύ, ελάμβανε λίθον και εξεσφενδόνιζεν αυτόν κατά της νέας κόρης, κράζουσα· — Εδώ είσαι, άπιστη; Εδώ είσαι, άθεη; Πάντα εσένα θα βλέπω; Πάντα εμπροστά 'στά μάτια μου 'βρίσκεσαι; Δεν πάγεις εις καμμίαν τρύπαν να χωθής, να μη σε βλέπω! Η Αϊμά δεν ησθάνθη ποτέ πικρίαν εξ ουδενός πράγματος.
Επάνω εις ένα πολύτιμον εικονοστάσιον, ολόχρυσον, ήτο η Παναγία η Πορταΐτισσα, μαλαματένια, φορτωμένη από διαμαντόπετραις και άλλα χρυσαφικά. Λαμπάδαις άμέτρηταις έκαιαν εμπροστά της κ' εφαίνοντο ως ζωντανά τα ζωγραφισμένα αίματα εις τον Παρθενικόν λαιμόν της, οπού την εμαχαίρωσεν ο άπιστος αγαρηνός μια φορά, την αγίαν εικόνα εις την σιαγόνα.
Εστάθησαν ολόρθαις εμπροστά μου κι' εσκόρπιζαν αρώματα και μύρα, κι' επέμεινα κι' εγώ με τα σωστά μου να δείξω σαν τον Βούδδα χαρακτήρα. Μα μόλις είδα κάποιας 'λίγο πόδι κι' η άλλη τόνα χέρι 'ξεμανίκωσε, ο Βούδδας μου εφάνη τότε βώδι κι' ο διάβολος μ' επήρε και μ' εσήκωσε. Κι' αν ο Βούδδας προς των νεύρων ηγωνίζετο την δράσιν, μα δεν ζη κανείς ειξεύρων ποίαν άρα είχε κράσιν.
Εκακοφάνη πάλιν του Καλίφη αυτό το κάμωμα, και με τον εαυτόν του είπεν· ω μα την αλήθειαν ετούτος ο άνθρωπος δεν έχει σωστά το μυαλό του· αυτός μου φέρνει αυτά τα περίεργα πράγματα και μου τα δείχνει χωρίς να του τα ζητήσω, και οπόταν με βλέπει που τα στοχάζομαι με περιέργειαν, μου τα σηκώνει ευθύς από εμπροστά μου, και με αφίνει με τον θαυμασμόν· ημπορεί να είνε πράγμα πλέον γελοιώδες από αυτό; Και εκεί που με αυτόν τον τρόπον έστεκε στοχαζόμενος, τον βλέπει πάλιν να ξαναέμπη με μια σκλαβοπούλα στολισμένη ωσάν μιαν ωραία βασιλοπούλα.
Καθώς ο Φάουστ έπεσα 'στά φιλοσοφικά, κι' όμως τα πάντα έμειναν εκ νέου εμπροστά μου μυστηριώδη γράμματα και καβαλιστικά καθώς η Βίβλος η γνωστή του πάλαι Νοστραδάμου.
Αλλ’ ο Οιδίπους, εις τον οποίον δεν είχεν αστράψει ακόμη ολόκληρον το μυστικόν της ζωής του, ζητά να οδηγηθή εμπροστά του ο Θηβαίος βοσκός. Η Ιοκάστη εξέρχεται της σκηνής, ο δε Χορός προοιωνίζεται κακά δια το μέλλον. Και ο Οιδίπους με πείσμα, αδιαφορών εις τας εναντιώσεις των άλλων, μένει προσδοκών τον ερχομόν του δούλου.
Εν συντόμω, κατέβηκα από την άμαξαν σαν ονειρευόμενος, όταν εσταματήσαμεν εμπροστά στο σπίτι της διασκεδάσεως, και τόσον ήμουν βυθισμένος εις όνειρα μέσα εις τον σκοτεινά διαγραφόμενον κόσμον, ώστε μόλις επρόσεχα εις την μουσικήν η οποία εκ της φωταγωγημένης αιθούσης αντήχει κάτω προς ημάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν