United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κύριε υπασπιστά, ο καπετάνιος μας διέταξε να σε ακολουθήσωμεν και οι πέντε. Δεν μας είπε να μείνωμεν κρυμμένοι οι δύο και να σε ακολουθήσουν μόνον οι τρεις. Με απεστόμωσεν η απάντησίς του. Αλλ' επέμεινα έτι· ηγέρθην και τον επλησίασα· ηγέρθησαν και οι πέντε συγχρόνως. — Μίρτε μου, είπα θέσας την χείρα μου επί του ώμου του, άκουσέ με, διά την αγάπην εκείνης που 'ξεύρεις.

Όταν εφθάσαμεν εις την Σελήνην μας υπεδέχθησαν και μας ησπάζοντο με δάκρυα και οι σύντροφοί μας και αυτός ο Ενδυμίων. Μας παρώτρυνε να μείνωμεν πλησίον του και να λάβωμεν μέρος εις την αποικίαν• υπέσχετο δε να μου δώση εις γάμον το παιδί του, διότι γυναίκες δεν υπάρχουν εις την Σελήνην. Αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να μείνω, επέμεινα δε να με γυρίση κάτω εις την θάλασσαν.

Δεν εζήτησα πλειοτέρας διασαφήσεις, αλλ' έκυψα σιωπηλώς την κεφαλήν. Ο Παππά-Σεραφείμ ενόησε την στενοχωρίαν μου και εξηκολούθησεν ως εξής·Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον ταςπερί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Ήθελε ν' αναχωρήση την επαύριον. Επέμεινα και επί τέλους κατώρθωσα να φύγη αμέσως, υποσχεθείς να τον συνοδεύσω.

Δεν ήλθον διά να μ' ερωτήσης, ήλθον διά να σ' ερωτήσω. Ενόμισα ότι ήτο παράφρων, και δεν επέμεινα. Και όμως ευλόγως ηδύνατο να παραξενευθή τις, διότι αι θύραι του οικήματος ήσαν κλεισταί, η δε κυρία πύλη εφυλάττετο, ως σοι είπον ήδη. — Τι θέλεις να μ' ερωτήσης; είπον. — Σου έφεραν εδώ μίαν μικράν κόρην; είπεν ο άγνωστος. Εδίστασα πάλιν.

Δεν επέμεινα, εννοείται, διότι ήξευρα κάλλιστα, ότι ματαία θα ήτο η επιμονή μου. Ήκουσα όμως μετ' ολίγας ημέρας λεπτομερείας τινάς της ζωής του, αι οποίαι μ' ελύπησαν πολύ και με ετρόμαξαν περισσότερον.

Μου είπεν ότι πολύ κακά έκαμεν η Καρολίνα· ότι δεν έπρεπε κανείς να απατά τα παιδιά· ότι τα τοιαύτα δίδουν αφορμήν εις απείρους πλάνας και δεισιδαιμονίας, από τας οποίας πρέπει κανείς ευθύς εξ αρχής να προφυλάττη τα παιδιά. — Τώρα θυμήθηκα πως ο άνθρωπος εβάπτισεν ένα παιδί του προ οκτώ ημερών· γι' αυτό δε επέμεινα και στάθηκα μέσα στην καρδιά μου πιστός εις την αλήθεια: Πρέπει να φερώμεθα προς τα παιδιά όπως ο Θεός προς ημάς, που μας κάνει ευτυχεστάτους όταν μας αφίνη να ζούμε μέσα σε γλυκειές πλάνες.

Χρήματα είχαμε, μας έλειπε και μια θέση στην κοινωνία που μόνο ένας επιστήμονας μπορεί να την αποχτήση. Κι αν μ' άκουγε τότε, κ' εγώ θα είμουνα ευχαριστημένος απ' αυτόν, κ' η μητέρα του δε θα μαράζωνε, και δε θα χανόταν άδικ' από τον καημό της, κι αυτός δε θα καταντούσε ένας τυχοδιώχτης. ΦΙΝΤΗΣ Εγώ δεν τόδιωξα. Θυμάσαι πολύ καλά πόσο επέμεινα τότε για να μ' ακούση και ξακολουθήση τις σπουδές του.

Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς, και απήντησε·

Εστάθησαν ολόρθαις εμπροστά μου κι' εσκόρπιζαν αρώματα και μύρα, κι' επέμεινα κι' εγώ με τα σωστά μου να δείξω σαν τον Βούδδα χαρακτήρα. Μα μόλις είδα κάποιας 'λίγο πόδι κι' η άλλη τόνα χέρι 'ξεμανίκωσε, ο Βούδδας μου εφάνη τότε βώδι κι' ο διάβολος μ' επήρε και μ' εσήκωσε. Κι' αν ο Βούδδας προς των νεύρων ηγωνίζετο την δράσιν, μα δεν ζη κανείς ειξεύρων ποίαν άρα είχε κράσιν.

Ότε δε εγώ επέμεινα, εξεύρετε τι με είπεν; — Υπακούω, τα λαμβάνω, και σας ευχαριστώ· αλλά σας παρακαλώ θερμώς να τα στείλητε εκ μέρους μου προς τους πτωχούς γονείς μου, διότι, ότε αυτοί ήσαν εδώ, εβοήθουν τον πατέρα μου εις το επάγγελμά του· αλλά κατά το παρόν ουδεμίαν άλλην βοήθειαν δύναμαι να τω δώσω.