United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα. Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

Ότε ο κεντηρίων εξήτασε τα σήματά των, ως νεκροθαπτών, η μεγάλη σιδηρά πύλη της Εσκιλίνης φυλακής ηνοίχθη προ αυτών και ο Βινίκιος είδεν ευρύχωρον υπόγειον, εκ του οποίου εισήρχοντο εις μέγαν αριθμόν άλλων υπογείων. Λυχνίαι εφώτιζον το υπόγειον, το οποίον ήτο πλήρες φυλακισμένων.

Ας μάθουν κ' εκείνοι κάτι τι! Αλλά εκείνος εγωιστής δεν παραιτεί καθόλου τη θέσι του. Άνοιξε μια τη χρυσελεφαντένια πύλη της ζωής, θέλει και ν’ απολαύση το μάτι του. — Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά λογέλαστος. — Δέκαδώδεκα χρονών του απαντά εκείνος σκυμένος στη μηχανή του. Πάλι τον πλακώνει απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είνε τόσο μικρά. Είνε από εικοσιπέντε και απάνω.

Και καθώς διάβαινε από την πύλη της Πόλης, παρουσιάζεται κάποιος ομπρός του, αρπάζει τα χαλινάρια του βασιλικού του άλογου, και φωνάζει «Δικαιοσύνη!». Ο Βασιλέας, και πριν αναγνωρίση τον Αθανάσιο, μα και κατόπι, φάνηκε πολύ χολιασμένος με τέτοια τόλμη.

Νόμιζε ότι τον κοιτούσαν με περιφρόνηση, πετώντας του το νόμισμα, ότι ντρέπονταν γι’ αυτόν σαν άνθρωπο και ότι ήταν έτοιμοι να τον κλωτσήσουν στο πέρασμά τους, σαν να ήταν ένα βρόμικο κουρέλι. Αλλά έπειτα κοίταζε μακριά: πέρα από την ομίχλη του φαινόταν πως άρχιζε ένας άλλος κόσμος και πως άνοιγε η πύλη για την οποία μιλούσε ο τυφλός, η μεγάλη πύλη της αιωνιότητας.

Έχασε την υπομονήν ο Αράπης, ή μ' ελέησεν ίσως, και υψώσας την χείρα μου την κατεβίβασε ραγδαίαν επί του αυχένος, μου απηύθυνε δύο λέξεις όχι φιλόφρονος αποχαιρετισμού, και ανεχώρησεν. Ήμην ελεύθερος, η δε θύρα ήτο ανοικτή. Εξήλθα άνευ χρονοτριβής και εβάδισα κατ' ευθείαν προς την έξοδον του χωρίου. Αλλ' η πύλη ήτο κλειστή και ουδείς παρ' αυτήν.

Αλλ' η ψυχή μου, βεβαρυμένη και εκείνη, μού σημειώνει: εμπρός. Λέγει το Φάσμα. — Τίποτε δεν είδες ακόμη και εκουράσθης, ανόητον πλάσμα. Ο κόσμος δεν έγινε διά σε· αλλ' εκείνοι, διά τους οποίους δεν έγινε, είνε οι ευτυχέστεροι. Και προσθέτει μειδιών: — Εις τον κήπον τώρα, εις τον κήπον! Περίβολος μέγας εξετάθη ενώπιόν μου, με αναπεπταμένην την πύλην του. Παράδοξος πύλη!

Και κατ' αρχάς μεν εξήρχετο της Μονής ο θυρωρός, χωρίς να έχη σαφή ιδέαν περί των πραγμάτων, αλλ' όταν επροχώρησεν ολίγον, και είδε να κλείηται και ν' ασφαλίζηται η πύλη διά του σιδηρού μοχλού, και ήκουσε τέλοςδεινόν ειπείν! — ήκουσε γοερώς αντηχούσαν την φωνήν του μαγείρου, κραυγάζοντος «κλέφτες!», όταν τον είχε κτυπήσει ο αρχιληστής, ως είδομεν, τότε εκαθαρίσθησαν πλέον αι ιδέαι του στρογγύλου μοναχού, γενόμεναι στρογγυλώτεραι και μετά μίαν ώραν ήτο εις το Μετόχιον και μετά ταύτα εις την κώμην, όπου τον είδον περίφοβοι οι άνθρωποι, εις την αγοράν κυλιόμενον ως βαρέλιον διά της παραλίας και κραυγάζοντα «κλέφτεςχωρίς να ίσταται και χωρίς να διασαφηνίζη το πράγμα, έως ου ενεφανίσθη ενώπιον του δημάρχου.

Πέρα μπροστά στην πύλη της τάπιας του Αράπη, που ήταν μέσα οι φυλακές, παράμερα από τη σκοπιά του τη λιθόχτιστη, βαρύς και σκεφτικός επηγαινορχόταν πέρα δώθε ο σκοπός με το όπλο του στον ώμο περασμένο, κ' έπαιρνε απόξω το σουλάτσο του.

Μόλις έκλεισε τα μάτια της τής φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένεια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρη κι' αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.