United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κυρ-Μαργαρίτης ερρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ετίναξε την βράκαν του, εφ' ης έπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι των οφρύων την σκούφιαν του, έβαλε τα γυαλιά του, και ήρχισε να εξετάζη διά μακρών το γραμμάτιον. — Έρχεται απ' την Αμέρικα; είπε. Σ' εθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι. Είτα επανέλαβεν·

Ίσως όμως δεν θα θανατώση τον εαυτόν του με την βίαν· διότι λέγουσιν ότι δεν επιτρέπεται τούτο από τον νόμον. Και συγχρόνως, ενώ έλεγε ταύτα, κατεβίβασε τον πόδα του από την κλίνην εις την γην και αφού εκάθισεν, από τότε ούτω πως συνωμίλει.

Έχασε την υπομονήν ο Αράπης, ή μ' ελέησεν ίσως, και υψώσας την χείρα μου την κατεβίβασε ραγδαίαν επί του αυχένος, μου απηύθυνε δύο λέξεις όχι φιλόφρονος αποχαιρετισμού, και ανεχώρησεν. Ήμην ελεύθερος, η δε θύρα ήτο ανοικτή. Εξήλθα άνευ χρονοτριβής και εβάδισα κατ' ευθείαν προς την έξοδον του χωρίου. Αλλ' η πύλη ήτο κλειστή και ουδείς παρ' αυτήν.

Έπειτα λαβών όλον τούτο το έθεσεν εις το ήδη πεπλασμένον ζώον, κατά τον εξής τρόπον: Τον ένα σάκκον εισήγαγεν εις το στόμα, επειδή δε αυτός ήτο διπλούς, το έν μέρος του κατεβίβασε διά της τραχείας αρτηρίας εις τον πνεύμονα, το δε άλλο πλησίον της αρτηρίας εις την κοιλίαν.

Ανέκυψε την κεφαλήν, κατεβίβασε τους πόδας, και καθήμενος επί του καναπέ, με τας δύο χείρας στηριζομένας επί του τάπητος, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς την θύραν και τα χείλη ημιανοικτά, έμενεν ακίνητος και σιωπηλός.

Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την λέμβον. Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα. Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν.

Ανεβίβασε και κατεβίβασε τρις την μεγάλην σημαίαν προς αποχαιρετισμόν, εκρότησε τρις το τρομπόνιον κρότον φοβερόν, βοΰζοντα, και έγεινεν άφαντος είτα η μαύρη σκούνα με το άσπρο μπούρδο, οπίσω από της Πλάκαις, ενώ η κοντούλα η νειόνυμφη δεν επρόφθανε να σπογγίζη τα δάκρυά της, εκεί, εις το παράθυρον ισταμένη ως εν δεήσει.

Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση. — Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσατα φρύδια! — Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού φυγάδος, κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους οφθαλμούς. — Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα θέλης.