United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κυρ-Μαργαρίτης ερρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ετίναξε την βράκαν του, εφ' ης έπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι των οφρύων την σκούφιαν του, έβαλε τα γυαλιά του, και ήρχισε να εξετάζη διά μακρών το γραμμάτιον. — Έρχεται απ' την Αμέρικα; είπε. Σ' εθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι. Είτα επανέλαβεν·

Κουταμάρες, του λέω· παλιοκουβέντες! Εφούσκωσαν τα μάτια του, λες κ' ήθελε πηδήσουν από τις κόχες. Άναψε, ξεροκοκκίνησε. Ετίναξε το χέρι του μ' ορμή, σαν άνθρωπος που έχασε την υπομονή. — Πάμε! μου λέει, γέρνοντας πλάι με μεγάλα βήματα. Συ, παιδί μου, σκας Δεσπότη! Πάμε, λοιπόν, να το ιδής με τα μάτια σου... Ήταν Σαβατόβραδο.

Ο ταύρος αφήκε μακρόν μυκηθμόν, εσηκώθη και αυτός, ετίναξε τα μέλη, και στραφείς ήρχισε να ανέρχηται το ρεύμα, επιστρέφων εις την στάνην του Θεοδόση, ως έκαμνε καθημερινώς, όταν δεν είχεν εργασίαν.

Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνίγουν τα κοριτσάκια, τα καϋμένα! Ήτο αληθές άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία. Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη·

Ο «Σωτήρας» μαδέρια ευρισκόταν απάνω στις πέτρες και κοντά οι ναύτες του, βρεμένοι ως το κόκκαλο, ετουρτούριζαν γύρω στη φωτιά. Και ακόμη κοντά ο καπετάνιος του, αναμαλλιασμένος και αγριομάτης εκύταζε τα ναυάγια σαν να εκύταζε των παιδιών του τα σκέλεθρα. Μωρέ μονοβδόμαδα έκαμεέλαβε! Το ετίναξε απάνω του σαν αστραπόβολο! Αλήθεια ελυπήθηκα κ' εγώ το μπάρκο.

Να σ' πη ο παππάς 'ς τ' αυτί. Θεοκατάρατε! Κατηράσθη καθ' εαυτήν η γραία Αχτίτσα, αγανακτήσασα πλέον. Και κατήλθε τας βαθμίδας μίαν-μίαν, σπογγίζουσα τους οφθαλμούς της με την μανδήλαν της, να μη την ίδη κλαίουσαν η ωραία κόρη της και λυπηθή και αυτή, η ορφανή και απροστάτευτη. Συγχρόνως ο μογιλάλος, αποκρεμάσας τα δισάκκιον και την χλαίναν, ετίναξε και ητοίμασεν αυτά διά το ταξείδιον.

Επάνω από τας όρνιθας εκατοικούσεν η κουκουβάια με τον άνδρα της και τα παιδιά της. Όλα τα μέλη της οικογενείας αυτής είχαν εξαίρετα αυτιά και ήκουσαν τα λόγια των ορνίθων και εστρεφογύρισαν τα μάτια των, η δε Κυρία κουκουβάια ετίναξε τα πτερά της και είπε: — Μην ακούετε τι λέγουν. Υποθέτω όμως ότι ηκούσατε τας ανοησίας των εκεί κάτω.

Και τώρα ήκουε να λέγουν ότι ήτο τόσον ωραίον! Τώρα έως και τα δένδρα εκρεμούσαν τα κλαδιά των εις το νερόν διά να το βλέπουν. Ετίναξε τα πτερά τον, εσήκωσε τον λαιμόν του και εφώναξε χαρούμενον από τα βάθη της καρδίας του: Πού να ονειρειθώ τόσην ευτυχίαν όταν ήμουν ασχημόπαπον! Έξω από την πόλιν, επάνω εις τον μεγάλον δρόμον, ήτο μία οικία εξοχική.