United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα κατήλθε κατά μικρόν η νυξ, συγχέουσα και συγκαλύπτουσα διά της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως, κρύπτουσα επάνω τους αστέρας και κάτω τας ηπείρους και τας θαλάσσας.

Έλυσε την θηλειάν από τας μασχάλας του, έδεσε καλά την Ψαρήν περί το στέρνον, και υπό τους προσθίους πόδας. Έκαμε σημείον, και οι τρεις άνδρες άνωθεν του βράχου ήρχισαν ν' ανασύρωσι σιγά-σιγά την Ψαρήν. Μετά δέκα λεπτά της ώρας κατήλθε πάλιν κενόν το σχοινίον. Ο Στάθης έδεσε την Στέρφαν, και οι τρεις άνδρες ανέσυραν την Στέρφαν.

Εσύριξε προς τον Θανάσηνσημείον ίνα σπεύδηκαι μετ' ολίγον, αφού κατεσκόπευσε τα πέριξ καλώς, κατήλθε βιαίως και ούτος, αφού εβεβαιώθη ασφαλέστερον περί του επικειμένου κινδύνου, διότι οι αναφανέντες οπλοφόροι διηυθύνοντο προς το Μοναστήριον.

Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάνα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινα εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της. — Τι να πω κ' εγώ, η καϋμένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ. — Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες! Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη. — Πού πας, μάνα; — Στα βουνά, σου είπα! . . . Δώσε μου λίγο παξιμάδι.

Ο Βινίκιος, βεβαιωθείς ότι δεν ηδύνατο να διέλθη έφιππος, κατήλθε του ίππου του αψηφών τους κινδύνους. Έτρεξεν. Ωλίσθαινε κατά μήκος των τειχών και ενίοτε ανέμενεν ίνα το πλήθος των φυγάδων τον αντιπαρέλθη. Εσκέπτετο ότι αι προσπάθειαί του ήσαν φανταστικαί. Η Λίγεια ίσως δεν ήτο πλέον εις την πόλιν, δυνατόν να είχε φύγει.

Αναχωρήσας, ως πάντοτε ποιούσιν οι Ανατολίται, πρωί με την αύραν την δροσεράν, ο Ιησούς έπλευσε, κατά πάσαν πιθανότητα εις το μεσημβρινόν της λίμνης, και είτα κατήλθε την κοιλάδα του Ιορδάνου, οπόθεν, αφήσας το Θαβώρ δεξιόθεν, θα έφθασεν εις το μικρόν χωρίον ολίγον μετά την μεσημβρίαν.

Πού θα πάς, μάνα επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου! — Μην κλαις!. . . Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα. . . Ησυχία, εσείς, φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου! Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της. Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτη βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε·

Να σ' πη ο παππάς 'ς τ' αυτί. Θεοκατάρατε! Κατηράσθη καθ' εαυτήν η γραία Αχτίτσα, αγανακτήσασα πλέον. Και κατήλθε τας βαθμίδας μίαν-μίαν, σπογγίζουσα τους οφθαλμούς της με την μανδήλαν της, να μη την ίδη κλαίουσαν η ωραία κόρη της και λυπηθή και αυτή, η ορφανή και απροστάτευτη. Συγχρόνως ο μογιλάλος, αποκρεμάσας τα δισάκκιον και την χλαίναν, ετίναξε και ητοίμασεν αυτά διά το ταξείδιον.

Αφού δε ηγκυροβόλησε και διηυθέτησαν οι ναύται τάρμενα, τότε ο καπετάν-Φώκας, βρεγμένος, μισοπαγωμένος, από δύο θηρία νικημένος, από την θάλασσαν και από τον θυμόν του, κατήλθε και εκλείσθη κάτω εις την πρύμνην, κλαίων σχεδόν, αποπνιγόμενος μέσα εις τον καπνόν των τσιγάρων, τα οποία κατέδακνε, δεν εκάπνιζε, θολός τον νουν και θολός την καρδίαν από τ' αναθέματα και τας κατάρας.

Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλιν το ρέμμα-ρέμμα εις τα οπίσω εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Άγ. Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει.