Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Ησθάνετο βάρος εις την κεφαλήν, τα ώτα του εβόιζον φρικωδώς, οι οφθαλμοί του ήσαν νωθροί και κάθυγροι εκ του πυρετού. Σιγά σιγά, αργοβατών κατήλθε μετά πολλού κόπου εις το λαγκάδι του Μπάστα.

Ο πλοίαρχος ηρραβωνίσθη εν τη βασιλευούση και κατήλθε με το καράβι εις την πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιον κομψόν και ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην, την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων με το πρώτον ταξείδιον να φέρη έπιπλα από την Βενετίαν, διά να ευπρεπίση, να στολίση την νεόκτιστον οικίαν και την κάμη αξίαν της αβράς Κοκκώνας, την οποίαν εμελέτα να φέρη από την Πόλιν· αλλ' η οικία δεν έμελλε να τελειώση και η Κοκκώνα οκτώ μήνας μετά την μνηστείαν απέθνησκε φθισική εις το Σταυροδρόμι και η οικία έμεινεν ατελείωτη, έρημη και άχαρη, ανά τον λιθόστρωτον ανηφορικόν δρόμον, σιμά εις τον κρημνώδη βράχον.

Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Ο Παλούκας ήκουε μακρόθεν τους κρότους των βημάτων των, τας ευθύμους φωνάς των και εψιθύριζε·Μας έρχεται άλλη ζυγιά. Η τελευταία ζυγιά, ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και από τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλλωναν, αλλ' εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τι να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την βραδειάν. — Να φτειάσουμε κ' ένα σκεπαρνάκι, βρε.

Καθώς κατήλθε το όρος και εισήρχετο ήδη εις μίαν πολίχνην, οικτρόν θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς Του.

Ο καπετάν-Φώκας, μέγας, υψηλός, τυλιγμένος μέσα εις την βαρείαν γούναν του, μ' ασκεπή την κεφαλήν, χιονισμένος, κατήλθε πάλιν ηρέμα εις την πρύμνην του, χωρίς ν' αρθρώση λέξιν, αμίλητος ως φάντασμα. Ο ναύκληρος είτα μετ' ολίγον επανήλθε πάλιν εις των ναυτών την αίθουσαν, κ' εξηκολούθησε την συνέχειαν των φαιδρών εκείνων αναμνήσεών του. Τότε ήρχισαν όλοι οι ναύται κατά σειράν να διηγώνται.

Εκεί λοιπόν επάτησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και κατήλθε μετά της αποσπασθείσης χιόνος κάτω-κάτω, όπου εσχηματίζετο η σπηλαιώδης οπή του βράχου.

Και κατήλθε προς την θάλασσαν, του ηγουμένου, ενός ασκητικού και ξηραγκενού μοναχού, λίαν ιεροπρεπούς, κατόπιν του πεζοπορούντος και αυτού, και μη δυναμένου ούτε λέξιν να εκστομίση εκ της θλίψεως. Εις το πέλαγος ουδεμία λέμβος εφαίνετο. Εις τα δάση και τα ρεύματα ουδέν σημείον ύποπτον παρετήρησαν.

Κύματα και ύφαλοι, πλοιάριον και επιβάται εκαλύφθησαν από αφρούς συρίζοντας, λυσσώντας, σαρκάζοντας την ασθένειαν του ανθρώπου. Και συγχρόνως ο ουρανός τεφρός και σκοτεινός, εφάνη ως να κατήλθε προς τα κάτω χαμηλά προς το πέλαγος, κ' εκάλυψε τέλος και τους αφρούς υπό νεφέλην χιονίζουσαν. — Δόξα σοι ο Θεός!

Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμεάγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.

Λέξη Της Ημέρας

συλλογούμαι

Άλλοι Ψάχνουν