United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !
Η πείρα, η γνώσις της ανθρωπίνης φύσεως, ήτις τον έκαμε να εισδύη κάπως εις τους χαρακτήρας των ανθρώπων, έδειξεν αυτώ ότι ο Ιησούς ήτο όχι μόνον αθώος, αλλ' ασυγκρίτως ευγενέστερος και καλλίτερος από τους λυσσώντας κατηγόρους Του.
Αλλ' ενώ άναβε το τσιγάρο του ο υπενωμοτάρχης, ο άλλος το βάζει άξαφνα στα πόδια. Ο υπενωμοτάρχης αγρίεψε, έγινε θεριό· τον παίρνει στο κατόπι μαζί με τους χωροφύλακες, λυσσώντας: — Εσύ 'σαι, αντίχριστε! Καλά έλεγα εγώ... δύο μήνες τόρα σάπισα για λόγου σου. Έτρεξαν πολύ.
ΜΕΝ. Δεν είσαι καλά, Τάνταλε, και φαίνεται ότι αληθώς έχεις ανάγκην ποτού, ακράτου ελλεβόρου, αφού έχεις πάθει το εναντίον του συμβαίνοντος εις τους λυσσώντας σκύλους και φοβείσαι, όχι το νερόν, αλλά την δίψαν. ΤΑΝ. Και ελλέβορον Μένιππε, θα έπινα ευχαρίστως, αρκεί να τον είχα.
Σαν αρματώθηκαν λοιπόν, στο μέρος του ο καθένας, 340 μέσα στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων, ρήχνοντας φοβερές ματιές, που πήγαν να παγώσουν οι Δαναοί οι χαλκόπλιστοι κι' οι αλογάδες Τρώες. Και τ' άρματα ανεμίζοντας, να φαγωθούν λυσσώντας, σταθήκανε, κοντά κοντά, στο μετρημένον τόπο. 345
Η νυξ θα επήρχετο, και το περιπλανώμενον πλήθος, το οποίον εν τη εξάψει του είχεν ολιγωρήσει των αναγκών του βίου, θα ευρίσκετο εις το σκότος πειναλέων και μακράν πάσης ανθρωπίνης κατοικίας. Οι μαθηταί ήρχισαν ν' ανησυχώσι μήπως η ημέρα αποβή εις καταστροφήν τινα, ήτις θα έδιδε νέαν λαβήν εις τους λυσσώντας ήδη εχθρούς του Κυρίου.
Κύματα και ύφαλοι, πλοιάριον και επιβάται εκαλύφθησαν από αφρούς συρίζοντας, λυσσώντας, σαρκάζοντας την ασθένειαν του ανθρώπου. Και συγχρόνως ο ουρανός τεφρός και σκοτεινός, εφάνη ως να κατήλθε προς τα κάτω χαμηλά προς το πέλαγος, κ' εκάλυψε τέλος και τους αφρούς υπό νεφέλην χιονίζουσαν. — Δόξα σοι ο Θεός!