United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπαμε, καλημέρα! ξαναείπε ο νεόφερτος. — Την κακή ψυχρή σου μέρα. — Ευχαριστώ! είπε ο νεόφερτος. Δεν του κακοφάνηκε. — Τίποτα, τίποτα! μουρμούρισε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τράβηξε άλλο ένα κρασάκι. «Έτσι θέλουν αυτοί για να ησυχάσουν», είπε μέσα του. Είχε νυχτώσει. Ότε άναβε το παιδί το φανάρι φάνηκε ο Καπετάν Βαγγέλης στην πόρτα.

Το λυχνάρι άναβε επάνω στο παλιό κάθισμα και έμοιαζε η μικρή του φλόγα να κρατά θλιμμένη συντροφιά στην ντόνα Ρουθ που καθόταν ακόμη ακίνητη με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας και τα χέρια εγκαταλειμμένα, το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, και τις αρθρώσεις τους επάνω στο ξύλο. Το μισό της πρόσωπο ήταν φωτισμένο, χλωμό και το άλλο μισό ήταν στη σκιά, σκοτεινό.

Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ. Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω. Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά.

Αλλ' ενώ άναβε το τσιγάρο του ο υπενωμοτάρχης, ο άλλος το βάζει άξαφνα στα πόδια. Ο υπενωμοτάρχης αγρίεψε, έγινε θεριό· τον παίρνει στο κατόπι μαζί με τους χωροφύλακες, λυσσώντας: — Εσύ 'σαι, αντίχριστε! Καλά έλεγα εγώ... δύο μήνες τόρα σάπισα για λόγου σου. Έτρεξαν πολύ.

Τότες σηκώθηκε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε «Δία πατέρα, ω τι βαριά στον κόσμο μας τυφλώνεις! 270 Ειδέ ποτές τα σπλάχνα μου δε θ' άναβε στα στήθια τόσο βαθιά τ' Ατρέα ο γιος, ούτε τη νια άθελά μου δε θάπαιρνε απ' τα χέρια μου, μα νά, ο μεγάλος Δίας, να πέσουν ίσως ήθελε πολλά μας παλικάρια. Τώρα να φάτε σύρτε πια για ν' αρχινούμε μάχη275

Κι όσο έβλεπε κατάμματα το καλοκαμωμένο και κομψό παλληκάρι, τόσο η επιθυμιά της άναβε στη ψυχή της, και δείχνουνταν φλογερή κι αστραφτερή στα ολόμαυρα ματάκια της.

Κάθε βράδυ, σαν κοίμιζε τα δυο τα ορφανά της, άναβε το καντήλι στους Άγιους Ανάργυρους κ' έλεγε απομέσα της: «Άγιοι μου Ανάργυροι, χαρίστε μου τα δυο μου αγγελούδια και να ξεχάσω όλες μου τις συφορές, να ξεχάσω και τον καλό μου, πούφυγε και μ' άφησε δυο χρονώνε χήρα». Λες και παρακάλεσε τους αγίους όχι να της χαρίσουνε, μα να της χωρίσουνε το αγαπημένο ζευγαράκι.

Μερόνυχτα κλεισμένος στο δωμάτιό του ξεφύλλιζε τα προγονικά κειμήλια και άναβε σαν το σίδερο στη φωτιά. Οι άνθρωποι που μνημονεύονταν εκεί μέσα, οι άθλοι που τραγουδιόνταν, του θάμπωσαν λίγολίγο το νου. Τον έκαμαν να ξεχάση τα νωπά κατορθώματα του πατέρα του και τον ίδιον τον πατέρα του. Μόλις που τολμούσε να μολογήση πως ήτανε γιος του.

Μα πάρε εσύ στα χέρια σου την κροσσωτή μου αιγίδα, και σκιάζε σκιάζε σιώντας την των Αχαιών τ' ασκέρι. 230 Κι' έχε διπλά, προφυλαχτή, στον Έχτορα τα μάτια, το πάθος του πάντα άναβε στα στήθια, ως που οι Αργίτες τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο να φτάσουν κι' ως στα πλοία. Δική μου απέκει 'ναι δουλιά το τι θα πω ή θα κάνω, ξανά οι Αργίτες για να δουν απ' τον αγώνα ανάσα235

Ήτονε παχύς, αλλ' η κιτρινάδα τον προσώπου του μαρτυρούσε πως το πάχος τον ήτον αρρωστιάρικο. Στο βλέμμα του το άτονο και θολό φαινότανε κούραση, αλλ' η κούραση του βέβαια δεν ήτον από εργασία. Είχεν όμως στιγμές που σαυτά τα ψόφια μάτια άναβε φοβερή φλόγα ο θυμός κη τυραννική παραφροσύνη.