United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μια είταν άσπρηξέξασπρη και φόραγε χιονάτα, Κι’ είχε τον Ήλιο πρόσωπο με τες χρυσές του αχτίδες, Η άλλη είταν μελαχροινή, στα ολόμαυρα ντυμένη, Με το Φεγγάρι πρόσωπο κι’ αστέρινο στεφάνι, Και στην κορφή του στεφανιού, στη μέση του μετώπου, Ο λαμπερός Αυγερινός τη λάμψη του σκορπούσε... Κι’ ανάμεσα στες δυο αδερφές, τες πολυαγαπημένες, Κατακαθάρια ανατολή, αχτιδοστολισμένη.

Ο πόθος της αγροτικής ζωής ποτέ δεν έπιασε τόσο αλαίμαργα άλλη ψυχή. Και ποια ακόμα τέλεια ευτυχία, να γέρνη ν' αναπαύεται στα μικροκαμωμένα γόνατα της όμορφης χωριατοπούλας, και να τον μεθούν και να τον αποκοιμίζουν τα ολόμαυρα αυτά μάτια, που τον κοιτάζουν τόρα τόσο λιγωμένα και λαχταριστά......

Κι όσο έβλεπε κατάμματα το καλοκαμωμένο και κομψό παλληκάρι, τόσο η επιθυμιά της άναβε στη ψυχή της, και δείχνουνταν φλογερή κι αστραφτερή στα ολόμαυρα ματάκια της.

Γυρεύει αυτός λίγο νερό. 'Στη βρύσι η κόρη απλώνει, Παίρνει νερό 'ςτά χέρια της και του το πάει 'ςτο στόμα. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά, 'ς τα μάτια την τηράει. Η κόρη ήταν μελαγχροινή, ήταν και μαυρομάτα, Είχε και φρύδια ολόμαυρα γραμμένα με κοντύλι, Είχε και ολόμαυρα μαλλιά, και φορεσιά είχε μαύρη. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά 'ςτα μάτια την τηράει.

Η όψη του χλομή, αυστηρή· το μάτι σαν απόκοσμη λάμψη του φωτά· σα χήτη λιονταριού μακριά στην πλάτη του χύνονται τα ολόμαυρα μαλλιά. «Απάνω! ορθοί όλοι! αλίμονο που χάρη του τυράννου γυρεύει, του ληστή, και το δικό του δε χιμά να πάρη και την πόρτα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,