United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι γυναίκες που φέρνουν το σιτάρι στο Μύλο μαζεύονται γύρω του ενώ είναι σκυμμένος και ζυγίζει το αλεύρι και τον κοιτάζουν με μητρικό βλέμμα, με ερωτικό βλέμμα.

Έτσι θα βρουν και οι μικρότερες κοινότητες πόρους αρκετούς για τα σκολειά τους, αν όχι και για άλλες ανάγκες τους, που και τώρα τις κοιτάζουν μοναχές τους, και οι μεγάλες θα προκόψουν καλλίτερα.

Είναι τώρα πια αργά για σένα ό,τι κι αν σου πω. θα μου δώσης δίκιο όταν ανακατωθής στη δουλειά μου, και θάχης να παλεύης, κάθε μέρα με χίλιους οχτρούς, που κοιτάζουν από παντού να σε καταστρέψουν. ΣΤΑΥΡΟΣ Με χίλιους οχτρούς; ΦΙΝΤΗΣ Ναι, κάθε εργάτης είναι κ' ένας εχτρός σου. Και στο εργοστάσιο έχω τώρα χίλιους τέτοιους. ΣΤΑΥΡΟΣ Το πιστεύετε αληθινά, πως όλοι αυτοί είναι οχτροί σας;

Τα μάτια του κοιτάζουν ξαφνισμένα τις τελευταίες φλογερές αναλαμπές του ηλιού, που χάνεται στην ήσυχα κυματισμένη θάλασσα. Κάθεται κει με το σαγόνι ακκουμπημένο στο χέρι του, σα να συλλογίζεται κάτι σοβαρό, που δεν μπορεί να το εκφράση με λόγια. Κι όταν τέλος ξέρει πως πρέπει να πάη να κοιμηθή, κρεμιέται στα λαιμό του μπαμπά και παρακαλεί να τον φέρω στο κρεββάτι του.

Το ξέρω τι θα μου πης· πως «να πάμε μια στην Αθήνα, και βλέπουμε». Με το καλό, θα πάμε και στην Αθήνα· και θα τους δούμε αυτούς τους δύο τρεις που συλλογιέσαι, και θα τους ρωτήξουμε αν ο κόσμος δεν τους ονομάζη &ζεβζέκηδες!& Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν.

Και οι άντρες τι σου λένε, θεέ μου. Δες τόρα. Με τι πόζα, με τι χάρη κάθουνται όλοι στις καρέκλες. Όλοι σχεδόν κρατούν στα χέρια τους απόνα κομβολόγι και τρικ, και τρακ και λιγόνουν τα ματάκια τους που με κοιτάζουν. Χα... χα., χα...! Δύο τρεις μάλιστα είνε και γκαντέ σήμερα.

Αριά και που απαντούσαμε κάνα κοπάδι πρόβατα μαζεμμένα όλα μαζί, σχεδόν κουλουριασμένα, που τραβούσαν λυπημένα γρήγορα γρήγορα με σκυμμένα κεφάλια χωρίς να κοιτάζουν να βοσκήσουν με τα κουδούνια τους αφίνοντας μέσα στη ρεμματιά λυπημένους αχούς. Όλη η ατμόσφαιρα είταν γεμάτη από βαθύ παράπονο, από απέραντη, θλίψη, από μεγάλο πόνο.

Να, όλοι είναι εδώ: ο ντον Τζάμε γονατισμένος στο προσευχητάρι της οικογένειας και λίγο πιο πέρα η ντόνα Λία χλωμή μέσα στο μαύρο της σάλι, όπως η φιγούρα ψηλά στην παλιά ζωγραφιά που όλες οι γυναίκες κοιτάζουν κάθε τόσο και που μοιάζει να προβάλλει πράγματι σε ένα μαύρο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

Και μέσα στο τρομασμένο εκείνο το κοπάδι έβλεπες και τη δύστυχη τη Μαριώ με τον Παναγή της στον ώμο, κ' η μάννα κατόπι. Του κάκου κοιτάζουν από παντού να δουν και το γέρο. Ο γέρος, εκεί που είταν, δεν μπορούσε να βγη. Πλάκωνε η Τουρκαρβανιτιά από τα καράβια του Χοσρέφη, πλάκωνε, και σα θεριά τους κυνηγούσαν τους Ψαριανούς. Κανένας δεν καλογροικούσε πούθε ξεφύτρωσαν τόσοι Γενίτσαροι.

Τώρα όμως έβλεπε τις θείες του να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, τον υπηρέτη να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό, τα κορίτσια να τον κοιτάζουν με τρυφεράδα και λαιμαργία, άκουγε τη μονότονη μουσική του ακορντεόν, διέκρινε τις σκιές που χόρευαν μες στη λάμψη της φωτιάς και σκεφτόταν ότι η ζωή του θα έπρεπε να περνά έτσι πάντα, φανταστική και χαρούμενη. «Χρειάζεται προσαρμογή», είπε ο Έφις προσφέροντάς του να πιεί. «Κοίτα το νερό.