United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα, αν είναι ορισμός σας, ερχούμαστε στο δεύτερο το κεφάλαιο. Έξη χρόνι' αργότερα, τον έβλεπες τον Παναγή παλικάρι και ταξίδευε από χωριό σε χωριό με μια γολετίτσα. Ο γέρο Παΐσιος, ένα χρόνο πριν αποθάνη, τον είχε κάμει σύντροφο με κάποιο Καπετάν Βάγλη, και φόρτωναν πραμάτεια στόνα νησί έπειτα πηγαίνανε στάλλο και την πουλούσανε. Μα ο νους του Παναγή όλο στην &Πόλη& ταξίδευε.

Και μέσα στο τρομασμένο εκείνο το κοπάδι έβλεπες και τη δύστυχη τη Μαριώ με τον Παναγή της στον ώμο, κ' η μάννα κατόπι. Του κάκου κοιτάζουν από παντού να δουν και το γέρο. Ο γέρος, εκεί που είταν, δεν μπορούσε να βγη. Πλάκωνε η Τουρκαρβανιτιά από τα καράβια του Χοσρέφη, πλάκωνε, και σα θεριά τους κυνηγούσαν τους Ψαριανούς. Κανένας δεν καλογροικούσε πούθε ξεφύτρωσαν τόσοι Γενίτσαροι.

Και τώρ' ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθη Εκείνος που θα το καταστρώση το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παραμύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι' ο Κωσταντίνος. Θα κατέβη αυτό τουράνιο το πουλί και θα μας κελαϊδήση, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρασινάδα.

Ίσια ίσια ό,τι άρχιζε ν' ανεβαίνη ο καπνός της εφτάχρονης εκείνης φωτιάς. Σαν τον άκουσε λοιπόν κι ο Καραθανάσης τον Παναγή, αντίς να γελάση κι αυτός σαν τους άλλους, τον παίρνει σιμά του, και, — Μωρέ Παναγή, του λέει, έρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά; Να χωρίσης από τον Καπετάν Βάγλη, και νάρθης μαζί μου. Και γω την ίδια τη δουλειά κάνω. Μα τώρα τη γολέττα μου την έχω ναυλωμένη στους ζευγάδες.

Ήθελε να πη δυο λόγια και της καλής του, μα πού ναποκοτήση! Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά. Το πολύ καμιά κρυφή ματιά. Αποβραδίς έγειναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξημέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι. — Ώρα καλή; του κάνει. — Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γολέττα, του αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.

Ήρθανε στα Ψαρά, χώρισε ο Παναγής από τον Καπετάν Βάγλη, και συντροφεύει με τον Καραθανάση. Ο Καραθανάσης είχε δυο αγαπημένα πράματα στον κόσμο. Την πατρίδα του, και την κόρη του. Σκοπός του είτανε ν' αρραβωνιάση τον Παναγή και με τις δυο, κι αυτό έκαμε. Στην αρχή φαίνεται πως ο Παναγής από τις δυο τις αρραβωνιαστικές πιώτερο αγάπησε τη Μαριώ, νόστιμη Ψαριανούλα. Και γύρευε κιόλας και παντρειά.

Το Βυζάντιο είχε μια δοξασμένη αρχή κ' ένα δοξασμένο τέλος. Με τέτοιο όνομα, ποιος το ξέρει α δε θα ξαναρχίσουμε καινούρια ζωή. Κι αυτά λέγοντας, θυμήθηκα την ιστορία του Παναγή Καλογιάννη. Αυτή την ιστορία έρχουμαι τώρα να σας δηγηθώ, με τον ορισμό σας. Ο Παναγής Καλογιάννης είταν καλός δουλευτής στον Αγώνα. Του κάκου ζήτησα τόνομά του στην Ιστορία. Πουθενά δεν το διάβασα.

Και σαν καλοκάθιζε το βράδυ στο μιντεράκι του, έπαιρνε σιμά του τον Παναγή και του δηγούνταν την ιστορία μας. Δεν του άφινε μήτε Πελοπίδα, μήτε Τιμολέοντα. Τάκουγε ο μικρός όλ' αυτά και τάκαμνε πολύ χάζι. Από την αρχαιότητα ο Ηγούμενος ήρθε σιγά σιγά στο Βυζάντιο, και μια βραδιά του διηγήθηκε και το χαλασμό της Πόληςτην Άλωση.

Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος. — Αυτούς που θα τονε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκκο! Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασιλόπουλα δίχως να σπείρης αίμα; Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώση ο Κωσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε. — Καλά, έρχουμαι, του λέει.