Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ολίγον καιρόν ύστερον από τον δεύτερον γάμον του, η γολέττα του Καβούλη, είχεν αρχίσει να φορτώνη κρασιά της χρονιάς.
Πλην πόθεν προήλθε το ναυάγιον και εκ ποίας αφορμής εβυθίσθη η γολέττα; Επιστεύθη κατ' αρχάς ότι έγεινεν όπως όλα τα ναυάγια, δηλ. από τρικυμίαν, από ύφαλον ή σκόπελον, κτλ. Την αληθή αιτίαν μόνον ίσως κανείς γηραλέος πνευματικός, εις την Αγίαν Άνναν ή εις τα Καψοκαλύβια του Άθωνος, θα την έμαθεν.
Ίσια ίσια ό,τι άρχιζε ν' ανεβαίνη ο καπνός της εφτάχρονης εκείνης φωτιάς. Σαν τον άκουσε λοιπόν κι ο Καραθανάσης τον Παναγή, αντίς να γελάση κι αυτός σαν τους άλλους, τον παίρνει σιμά του, και, — Μωρέ Παναγή, του λέει, έρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά; Να χωρίσης από τον Καπετάν Βάγλη, και νάρθης μαζί μου. Και γω την ίδια τη δουλειά κάνω. Μα τώρα τη γολέττα μου την έχω ναυλωμένη στους ζευγάδες.
Τότε ο Νίκος εθεώρησε το πράγμα ως σημείον, και είπεν ότι, όχι αυτός, αλλ' ο δίκαιος Θεός είχε καταδικάσει την γολέτταν και τον καραβοκύρην της· ο Θεός ας έκαμνεν έλεος! Μετά τρεις ημέρας ήλθεν είδησις ότι η γολέττα εχάθη. Όλοι οι θαλασσινοί του τόπου ηπόρησαν με την «ατζαμωσύνην» του Καβούλη — αγκαλά αυτός ήτο κτηματίας και οινέμπορος, δεν ήτο ναύτης.
Ήθελε να πη δυο λόγια και της καλής του, μα πού ναποκοτήση! Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά. Το πολύ καμιά κρυφή ματιά. Αποβραδίς έγειναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξημέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι. — Ώρα καλή; του κάνει. — Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γολέττα, του αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.
— Όχι ακόμα, του έλεγε ο γέρος. Να πάρουμε πρώτα τη γολέττα να τη δουλέψουμε απατοί μας, κ' ύστερα με το καλό γυρίζουμε στα λεύτερα τα Ψαρά. Η λευτεριά δε θ' αργήση. Ξέχασες τι τους κάμαμε τις προάλλες στην Ερεσσό; Έμεινε λοιπόν η Μαριώ με τη γριά της, και σύρανε οι δυο οι καπιτανέοι με τη γολέττα στο πέλαγο.
Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.
Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέττα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, τούδωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται. — Καπετάνιο, η γολέττα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! τούδωκαν, πάνε.
Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κ' έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέπαμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέττα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέττες εκείνες, το ξέρω.
Ταγριεμένα τα κύματα; Τα θολωμένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κ' έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ' αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους είτανε στηλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ' ανοιγμένα πανιά. Η γολέττα, η άγκουρά της, ταμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ' η θάλασσα. Είταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν