Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο: — Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς! — Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος. Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξι. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε. — Ώρα είνε, Πάτερ, να σαφήσω ναναπαυθής. Είνε κ' η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες.
Είδα την κάμαρη του καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη ζωή.
Κι' η Ήρα τον είδε κι' ένιωσε βουλές πως σκάρωσε μαζί του η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου, κι' εφτύς με λόγια αγγιχτικά να του μιλάει αρχίζει «Με πιόν, μαργιόλε, απ' τους θεούς είχες κουβέντες πάλι; 540 Πάντα αγαπάς, σα βρίσκουμαι μακριά, ν' αποφασίζεις κρυφά από μένα, και ποτές δε βάσταξε η ψυχή σου νάρθεις μονάχος να μου πεις μια λέξη απ' τις δουλιές σου.»
Τώρα τα βάλανε με κάποιο σκαρτάδο πατριώτη τους — Νικολής τόνομά του — που δεν παντρευότανε, λέει, αυτός, μην τύχη και νοιώση η γυναίκα του πως φοβάται τα λείψανα και του πάρη, λέει, τον αέρα! Και τράνταζε από τα γέλοια του Φώτη το καπελιό. Ο Δημήτρης ως τόσο από τα κατάβαθα της κώχης του και καθώς παίρνανε δρόμο οι κουβέντες, μερικά πράματα τα παρατήρησε, ή και θάρρεψε πως τα παρατήρησε.
Και ορίστε η κόρη της. Ένα τσιμπλιάρικο, κατάχλωμο πράμμα, που ανοίγει σαν πηγάδι το στόμα του και κοιτάζει κι αυτό. Τι σαρμάντ μαμζέλ! Ήθελα, μα την αλήθεια να ήξερα αυτή τη στιγμή τι είδος λειτουργία θα κάνη η μηχανή του μυαλού αυτού του παχύδερμου κοριτσιού. Και με τι χάρη θα βγάζη απ' το στοματάκι του, τις κουβέντες του. Χα.. .χα...χα! Αλλά σε καλό μου μ' αυτά τα γέλοια.
— Αυτά είνε τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα. Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πώς ο παπάς με τον κόσμο όλα τάβρισκε μέλι-γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό. — Σαν είνε σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξης τα μάτια.
Είνε να μη γελάσω; Κάλλια που γελάω εγώ, πάρα να γελάνε οι ξένοι. Καληνύχτα. Έχω και λειτουργία το πρωί και παρακαθήσαμε με τις κουβέντες. Καληνύχτα, ξαδέρφισσα, κι' ο Θεός να σε φωτίση ναρθής στα λογικά σου. Σηκώθηκε βιαστικά ο παπάς, ξεδιάλυνε τα γένεια με τα δάχτυλά του και τράβηξε κατά την αντικρινή πόρτα. Η Ταρσίτσα έμεινε στον τόπο σαν νεκρωμένη. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει έτσι ο παπάς.
Όλο και κύτταζε κατά την πόρτα· μα ψυχή δε φαινότανε. Ήρθανε κάνα — δυο παρέες. Κάνανε να του πιάσουν κουβέντα: — Μπα! μονάχος, Μπαρμπα-Δημητρό! Τι την έκανες την παρέα σου; Τίποτε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ούτε γύρισε να τους κυττάξη. «Τι τις θέλεις τις κουβέντες;» έλεγε μέσα του. «Ας τους να λένε». Μπήκε άλλος. — Καλημέρα, Μπαρμπα-Δημητρό. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τίποτε.
Εδώ είναι το χωριό, &η μάννα της χώρας&. Εδώ βλαστίζουν κι ανθοβολούν όλα τανθρώπινα πάθη, έξω, στον αέρα, στον ήλιο, ζωντανά και δροσάτα λουλούδια, όχι στραγγισμένα μυρωδικά, και σε χρυσές μποτιλίτσες κρυμμένα. Μπορείς, φίλε μου, νακούσης και μερικές ανοιχτούτσικες κουβέντες εδώ.
Μ' αφότου της ήρθ'εκείνη η αναθεματισμένη λιγοθυμιά στο δρόμο εξ αιτίας από τα λόγια που της είπανε, δεν είχε μάτια να δη καμμιάν η Βεργινία. Έπειτα ήρθ’ η Λιόλια!. . πού είχε νου πια και δύναμη για κουβέντες Και το είχε παράπονο η Ευρυδίκη αυτό, που δεν ήξερε δηλαδής η Βεργινία να ξεχωρίζη τις αληθινές της φίλες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν