United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου διαλέξης όποιον θέλεις· θα πάρης εκείνον, που σου ευρήκα εγώ. Εγώ, δεν έκαμα τους παράδες διά να μου τους φάγη ο καλαμαράς, που εδιάλεξες, γράφοντας και τυπώνοντας φυλλάδες, που της διαβάζουν ωρισμένοι άνθρωποι· γιατί, αν εδιάβαζε της ψωροφυλλάδαις τους όλος ο κόσμος, δεν θα είχεν ανάγκην ο εκλεκτός σου από της δικαίς μου της πεντάραις.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Κύριε, πολύ καλά. ΠΟΛΩΝΙΟΣ «Κάπως και αυτόν· όμως» θα λέγης «ολίγο, αλλ', αν εκείνος είναι οπού απεικάζω, είν' άτακτος πολύ, 'ς αυτό και αυτό δοσμένος». και πλάσε εις βάρος του όσα θέλεις· όμως όχι τόσο χοντρά 'πού να τον ατιμάζουν, — έχε εδώ τον νουν σου· αλλά θα ειπής ταις τρέλλαις όλαις, τα λάθη και τα πάθη, οπού 'ναι μαθημένη η νεότης να εμπλέκη αν έχη ελευθερίαν.

Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης· «Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάςαυτά και μ' εξετάζεις; δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; 480 πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει. αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας, ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος, κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, 485 και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη».

ΓΟΝΖ. Τώρα εγώ έδινα χίλια μίλια θάλασσα για μία ζευγιά άκαρπο χώμα· ας ήτουν μακρουλό ρίκι, βράχλο μαυρουδερό, ό,τι θέλεις· του θεού το θέλημ' ας γένη! αλλ' αγαπούσα καλύτερα να πεθάνω στεγνός.

Και ούτω λέγοντας, ευθύς άνοιξε μίαν κασσέλαν και έβγαλε μίαν σακκούλαν και της εμέτρησε χίλια φλωριά, λέγοντάς της· έπαρε, ω γυναίκα, την προίκα σου, και ύπαγε όπου θέλεις· «Εγώ σε χωρίζω μίαν φοράν, δύο φορές, τρεις φορές σε αποχωρίζομαι, και διά πλέον βεβαιωσύνην σου δίδω ετούτα τα λόγια εγγράφως και υπογραμμένα από τον Αναΐππην μου κατά τους νόμους». Και με τούτον τον τρόπον εχώρισε την γυναίκα του, η οποία εν τω άμα ετραβήχθη εις τον πατέρα της μαζί με την προίκα της.

Πες τα ανόητα όσο θέλεις· σε κυνηγούν όπου πας, σε παραζαλίζουνε, σου βάζουν άνω κάτω το κεφάλι και γίνεται τότες το κακό. Νομίζεις πως κάτι θα τύχη, και τυχαίνει, γιατί το νομίζεις. Τρεις ήμισυ. Χτύπα, χτύπα, καρδιά μου, και σπάσε σαν το ρολόγι. Έπρεπε νάχω τίποτις απάνω μου, κανένα φυλαχτό, ό τι κι αν είναι. Τόχεις και σου δίνει θάρρος και σε προφυλάγει. Να το πιάσω, να το βαστάξω, να μη φύγη.

Ιδού· λάβε φλωριά σαράντα. Θέλω φαρμάκι δυνατόν, να ενεργή αμέσως, κι' άμα σταις φλέβαις σκορπισθή νεκρόν να τον αφίνη εκείνον που βαρέθηκε να ζη, και θα το πάρη. Από το σώμα την ζωήν το θέλω να την διώχνη διά μιας, ορμητικά, καθώς ορμά κ' εβγαίνει από τα σπλάγχνα κανονιού πυρίτις αναμμένη. ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Φαρμάκι έχω δυνατόν, καθώς το θέλεις· όμως τον τιμωρεί τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.

Οι τύποι και η ουσία των πραγμάτων εναλλάσσουσι τας θέσεις των εις τοσούτω αισθητόν βαθμόν, ώστε προς τήρησιν τούτων και περιφρόνησιν εκείνης, καταναλίσκεται όλη η ζωή και όλη η δύναμις του ανθρωπίνου πνεύματος. Θέλεις να γράφης; όρεξιν να έχης και γράφεις ό,τι θέλεις· ο κόσμος περιέχει άπειρα ζητήματα, ή, διά να ήμαι ακριβέστερος, ολόκληρος ο κόσμος είνε ζήτημα.

Και τώρα που τις ξαναβλέπω τις μαριόλες τις Πολίτισσες, έρχεται στο νου μου μια νόστιμη ιστορία. Σα να τη γουστάρης φοβούμαι. Μα είναι λιγάκι ντροπής ν' αρχίσουμε το πολίτικο το σεριάνι μας με μια διδαχή, και να καταντούμε σε παραμύθια. Θα σου το πω γλήγορα γλήγορα και με μια συφωνία: Να μη μου γυρέψης άλλο παραμύθι στην Πόλη. Ζήτα μου κλάψες όσες θέλεις· παραμύθια όχι.

Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο: — Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς! — Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος. Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξι. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε. — Ώρα είνε, Πάτερ, να σαφήσω ναναπαυθής. Είνε κ' η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες.