United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησε να κάμω εγώ, της είπα, σου τάσσω ότι θα σου φέρω τα κλειδιά, χωρίς να κινδυνεύσω. Και έτσι λέγοντας εβγαίνω ευθύς από το παλάτι, και πηγαίνω εις το περιβόλι, εις το οποίον βλέπω την Μερχάνην που κοιμούνταν, με την σακκούλαν υποκάτω από το κεφάλι της.

Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις την γραίαν μετά πολλής φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση παρ' αυτού νόμισμά τι προς αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός εσχηματίσθη εις τα χείλη της γραίας Αχτίτσας.

Ο γέρων βλέποντάς τον αναστεναγμόν που έκαμα, και τα λόγια που του είπα, δεν ηθέλησε να με ξαναρωτήση άλλο· αλλά εβγάζοντας από την σακκούλαν του έξ φλωρία μου τα έβαλεν εις χέρι και ανεχώρησεν. Έμεινα εκστατικός διά την γενναιότητά του και δεν ημπορούσα τι να στοχασθώ δι' αυτόν τον γέροντα.

Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον, και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου· τον οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα χέρια· λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που είνε 500 φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης μίαν χάριν.

Επειδή και έχεις τόσην καρδίαν και ανδρείαν, απεκρίθη η Γουλνάζε, η ελευθερία μου εις του λόγου σου στέκει· ύπαγε εις το περιβόλι, και εκεί θέλεις εύρει την αδελφήν μου που κοιμάται επάνω εις ένα κρεβάτι από χόρτα και άνθη και υποκάτω από το προσκέφαλόν της έχει μίαν σακκούλαν από ατιλάζι, και αν ημπορέσης να της πάρης την σακκούλαν χωρίς να την εξυπνήσης, η δουλειά έγινε, επειδή εκεί έχει τα κλειδιά από τες αλυσίδες μου, και τούτο είναι ο τρόπος που ημπορείς να με ελευθερώσης· μα ανίσως και εξυπνήση η Μερχάνη, εκεί που παίρνεις την σακκούλαν, σου δίνω είδησιν πως θέλεις είσαι χαμένος.

Έπαρε τούτην την σακκούλαν με τα φλωριά, και σύρε εις την αγοράν να εύρης ένα πραγματευτήν που τον λέγουν Ναμαράν, και πες του πως θέλεις να αγοράσης μεταξωτά· αυτός θέλει σου δείξει διάφορα· διάλεξε από αυτά ένα κομμάτι, και πλήρωσέ το όσα σου ήθελε γυρέψει χωρίς να κάμης παζάρι· μίλησέ του με ευγένειαν και γλυκύτητα, και ωσάν αναχωρήσης από αυτόν, φέρε μου εδώ τα μεταξωτά.

Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και του έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ εις τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ.

Και ούτω λέγοντας, ευθύς άνοιξε μίαν κασσέλαν και έβγαλε μίαν σακκούλαν και της εμέτρησε χίλια φλωριά, λέγοντάς της· έπαρε, ω γυναίκα, την προίκα σου, και ύπαγε όπου θέλεις· «Εγώ σε χωρίζω μίαν φοράν, δύο φορές, τρεις φορές σε αποχωρίζομαι, και διά πλέον βεβαιωσύνην σου δίδω ετούτα τα λόγια εγγράφως και υπογραμμένα από τον Αναΐππην μου κατά τους νόμους». Και με τούτον τον τρόπον εχώρισε την γυναίκα του, η οποία εν τω άμα ετραβήχθη εις τον πατέρα της μαζί με την προίκα της.

Ο Βασιλεύς τους εδέχθη με πολλήν περιποίησιν, και τους εδιώρισε τα αναγκαία τους κατά πως έταξε και έμειναν πολλά ευχαριστημένοι. Την ερχομένην ημέραν ο Καλάφ ενδύθη τα πλούσια φορέματα που έλαβεν από χειρός του Βασιλέως, με ένα σπαθί πολύτιμον και άλλα στολίδια, ομοίως και μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά.

Και ύστερα από αυτά έβγαλα τα κλειδιά από την σακκούλαν και άνοιξα τα σίδηρα, και ελευθέρωσα την ωραίαν μου Κυράν. Με αυτόν τον τρόπον, ακολούθησεν ο Σειρμώγ να λέγη, ελευθερωθήκαμεν από την πλέον χειρότερην γυναίκα της γης. Ημείς κατά το παρόν ημπορούμεν να έμπωμεν εις το παλάτι με ελευθερίαν· η Γουλνάζε μας καρτερεί να μας απολαύση μετά χαράς, επειδή γροικά τόσην χαράν διά την ελευθερίαν της.