United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου· επειδή και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την άσχημον μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και αναστενάζοντας από καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν γραπτόν εκαταντήθηκα να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που αγαπώ με τούτην την συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε τούτος που έκαμε; ημπορώ εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι παραξενιά; αχ, ηκολούθησα, εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να ελπίσω την αγάπην της, και όχι να της προξενήσω συχασίαν.

Έτσ' είπε· και ο Πάτροκλοςτον φίλον τ' υποτάχθη· Και την ευμορφομάγουλην εβγάζοντας Βρισίδα Απ' την σκηνήν, την έδωκε, διά να την πηγαίνουν. Κι' αυτοί οπίσω κίνησαν 'ς τ' Αχαϊκά καράβια· Και η γυναίκ' αθέλητα επήγαινε μαζί τους.

Ο γέρων βλέποντάς τον αναστεναγμόν που έκαμα, και τα λόγια που του είπα, δεν ηθέλησε να με ξαναρωτήση άλλο· αλλά εβγάζοντας από την σακκούλαν του έξ φλωρία μου τα έβαλεν εις χέρι και ανεχώρησεν. Έμεινα εκστατικός διά την γενναιότητά του και δεν ημπορούσα τι να στοχασθώ δι' αυτόν τον γέροντα.

Το βράδυ λοιπόν κατά την παραγγελίαν της, επήγα διά να σταθώ εις το μνήμα της και ωσάν επήγα εκεί, άνοιξα το μνημείον, και την έβγαλα έξω, εβγάζοντας το χόρτον από το αυτί της· έλαβεν ευθύς τες πρώτες της αίσθησες, και ευθύς την επήρα, και υπήγαμεν εις ένα σπητάκι εις το οποίον ο Καμπούρ μας ανάμενε, και εκεί εμείναμεν το επίλοιπον της νυκτός το ταχύ δε απεστείλαμεν τον Καμπούρ εις το παλάτι και υστερώτερα επήγα και εγώ· και ερχομένη εις το παλάτι, ανήγγειλα του βασιλέως διά την καλήν ξενύκτισιν που έκαμα εις το μνημείον της θυγατρός του.

Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα, παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων.

Οι ευνούχοι ερευνώντες με ηύραν υποκάτω εις τον θρόνον, και εβγάζοντάς με από εκεί με έσυραν εις τους πόδας του βασιλέως, ο οποίος βλέποντάς με μου είπεν· ω άνομε και ταλαίπωρε, τι είνε τούτη η τόλμη σου; εχάθησαν οι γυναίκες από την Αίγυπτον διά εσένα, και ήλθες να πατήσης το παλάτι μου; Τότε εγώ από τον φόβο μου ολίγον έλειψε που να ξεψυχήσω, και άλλο δεν ανέμενα παρά τον θάνατον.