United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δε Σκύθαι εις μεν τους Αγαθύρσους απαγορεύσαντας δεν εισήλθον, αλλ' εξελθόντες εκ της χώρας των Νευρών έσυραν τους Πέρσας εις την ιδικήν των χώραν.

Οι υπηρέται του ιπποδρόμου έφερον κατ' αρχάς ξύλινον σταυρόν, αρκετά χαμηλόν, όπως η άρκτος ανορθουμένη επί των οπισθίων ποδών, δύναται να φθάνη το στήθος του βασανιζομένου καταδίκου· κατόπιν δύο άνδρες ωδήγησαν ή μάλλον έσυραν επί της κονίστρας τον Χίλωνα, όστις, έχων συντετριμμένας τας κνήμας, δεν ηδύνατο να βαδίση.

Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις, μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα· των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτωτης καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν, Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450 και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν· κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν. οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455 το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες. και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος, ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση, 'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο· εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460 και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότετους άλλους είπε· «Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».

Οι ευνούχοι ερευνώντες με ηύραν υποκάτω εις τον θρόνον, και εβγάζοντάς με από εκεί με έσυραν εις τους πόδας του βασιλέως, ο οποίος βλέποντάς με μου είπεν· ω άνομε και ταλαίπωρε, τι είνε τούτη η τόλμη σου; εχάθησαν οι γυναίκες από την Αίγυπτον διά εσένα, και ήλθες να πατήσης το παλάτι μου; Τότε εγώ από τον φόβο μου ολίγον έλειψε που να ξεψυχήσω, και άλλο δεν ανέμενα παρά τον θάνατον.

Και σαν άρχισε να φαίνεται η πόλη καθώς δηγούνται πως την ονειρεύτηκε τον καιρό που τηνέ χάραζε ο Κωσταντίνος, από γριά δηλαδή μεταμορφωμένη σε πεντάμορφη παρθένα, γιορτάστηκαν τα γεννητούρια της με βασιλική λαμπρότητα τις 11 του Μάη 330. Αφού άγιασαν τα παλάτια οι Αρχιερέοι, έσυραν και λειτουργήσανε στην Αγιά Σοφιά, κι αφιέρωσαν την πόλη στην Παναγιά.

Τότε ο Ραδάμανθυς διέταξε να εισέλθουν εις πλοίον μονόξυλον εξ ασφοδέλου πεντήκοντα εκ των ηρώων και να καταδιώξουν τους φυγάδας• ούτοι δε ανέπτυξαν μεγάλην δραστηριότητα και περί την μεσημβρίαν τους έφθασαν όταν εισήρχοντο εις τον γαλακτώδη ωκεανόν και ευρίσκοντο πλησίον της Τυροέσσης• ολίγον ακόμη και θα διέφευγαν. Οι ήρωες έδεσαν το πλοίον με αλυσσίδα από ρόδα και το έσυραν επιστρέφοντες.

Εις εκείνην την ελεεινή καταστροφήν, η φωτιά της πολιορκίας των Ιωαννίνων του κατάλυωσεν όλην την περιουσίαν, και τον κατήντησε πάμπτωχον. Τέτοια θλιβερά περίστασις, και τόσα άλλα ψυχικά και ηθικά πάθη, ενεργούντα δυνατά εις μίαν αισθαντικήν ψυχήν, του επροξένησαν απ' ολίγον ολίγον ένα μαρασμόν, οπού κατά τους 1823, Δεκεμβρίου 28, τον έσυραν, πενήντα δύω χρόνων ακόμι, εις τον τάφον πάρωρα.

Το απλομένο φόρεμά της την βαστούσε επάν' ως νύμφην του νερού, κ' εκείνη ωστόσο άσματα παλαιά κομμένα ετραγουδούσε, ως αίσθησιν της συμφοράς της να μην είχε, ή ωσάν πλάσμα εκ γενετής του μαθημένοεκείνο το στοιχείον· αλλ' αγάλι, αγάλι ποτισμένα βάρυναν τα φορέματά της, και την δυστυχισμένην κόρην κάτω εσύραν απ' το γλυκό της άσμα εις βουρκωμένο μνήμα. ΛΑΕΡΤΗΣ Αλοίμονον! λοιπόν επνίγη;

Άμα δε τη ημέρα καταβάντες οι Αθηναίοι πανδημεί εις τον Πειραιά έσυραν εις την θάλασσαν πλοία τινα και εισελθόντες μετά σπουδής και πολλού θορύβου εις αυτά έπλεον προς την Σαλαμίνα αφήσαντες το πεζικόν να φυλάττη τον Πειραιά.

Αι αστραπαί είχον συχνά λάμψιν ηλίου και έβλεπε κανείς το κάθε αμπέλι, όπως τo βλέπει και το μεσημέρι, αλλά αμέσως εκαλύπτετο πάλιν το παν μέσα εις το σκοτάδι. Αι αστραπαί σχημάτιζαν φιόγκους, γραμμάς ελικοειδείς και τεθλασμένας, εμπηγνύοντο γύρω γύρω μέσα εις την λίμνην, έλαμπον από παντού και η Ηχώ ηύξανε των βροντών τον κρότον . . . Εις την ξηράν έσυραν τα ακάτια εις την ακτήν.