United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ομοίωςόλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθητο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας. και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, 205 το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε· «Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει, ήλθα τον χρόνον εικοστόντην γη την πατρική μου. ξεύρ' ότι από τους δούλους μουεσάς τους δύο μόνον έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους 210 κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσωτην πατρίδα. και ό,τι θα γείνη αληθινάεσάς θα φανερώσω· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην, κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, 215 και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου, κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω, να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας, το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος, 'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». 220

εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· 235 «Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης! θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία». Και ομοίωςόλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη να φθάση ο πολύνοοςτο δώμα του Οδυσσέας.

Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· 265 τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας, τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη, τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα. τότε οι μνηστήρες σύρθηκαντο βάθος του μεγάρου, 270 και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις.

Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, 50 μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος. εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει». Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος• 55 «Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε, τον ξένον να μη σεβασθώ• του Διός είναι οι ξένοι και οι πτωχοί όλοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο δίδουμ' εμείς• επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος, να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι• 60 ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν, 'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει, με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα, αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, 65 όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω. όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα• και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων• ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη 70το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση».