United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτον ωραία μελαγχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός, της είχαν βάλει να φυλάη ταμπέλια «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου. Ιδού ει καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί . . . » Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.

Επώλησεν αντί ευτελούς τιμής το σκάφος και τον εξαρτισμόν, και αγοράσας λέμβον κατέστη εκ νέου αλιεύς, ως και κατά τους παλαιούς χρόνους. Αλλά σήμερον ο σκοπός του δεν ήτο μόνον όπως αλιεύη. Ο Βελμίννης ήτο ερωτόληπτος με την θαλασσίαν νύμφην.

Αλλά τας παραμονάς του γάμου διά να την περιποιηθή η αδελφή του Στάθη έστειλεν εις αυτήν δύο μεταξωτές προσκεφαλάδες και με αυτάς εστόλισε την πτωχήν προίκα της, αυτάς εκράτει επί του κανίστρου υψηλά, επιδεικτικώς νέος τις εκ των συμπεθέρων, εις αυτό επάνω το προσκέφαλόν εκάθησεν όταν την έφεραν νύμφην κ' επ' αυτού έκλινε την κεφαλήν, δειλή την πρώτην νύκτα κατά την οποίαν εκοιμάτο μετ' ανδρός.

Και διά συριγμού εκάλεσε τον ίππον του. Ο Τσίλιας εις τον συριγμόν του κυρίου του προσήλθεν, αργά αργά, καμαρόνων ως να έφερε καμμίαν νύμφην επάνω του. — Γονάτισε· είπεν ο ζωέμπορος, συνοδεύων τον λόγον του μ' εμφαντικόν νεύμα. Ο Τσίλιας έκλινεν ευθύς προς την γην, πρώτον τα εμπροσθινά γόνατα κ' έπειτα τα οπισθινά.

Τα πρώτα λοιπόν έτη, όταν αι ελπίδες του περί της επανόδου του υιού του ήσαν ζωηραί ακόμη, και ητοιμάζετο με χαράν να τον δεχθή ως τον Άσωτον υιόν, την συνετήρει επαρκώς την νύμφην του. Αλλ' αφού η αφάνεια του Μοναχάκη παρετείνετο, ο γέρων ήρχισε ν' απελπίζεται και συνάμα να πτωχαίνη. Δεν είχεν άλλο εισόδημα από το πλοίον του. Αλλά το πλοίον του εχάθη πλέον δι' αυτόν.

Της έλεγεν «ε! σαν πεθάνη, και τι τάχα; θα ξελευθερωθή...» Αλλ' η γραία Παντελού ούτε αστεϊσμού χάριν ηδύνατο να ακούση τοιαύτην ευχήν εκφερομένην. Ν' αποθάνη η νύμφη της; Μη γένοιτο! Και είχεν άλλην νύμφην; Και όμως, μ' όλους τους απαισίους κρωγμούς της γρηάς Περμάχου, η Παντελού δεν έπαυε να την έχη έμπιστον, να της λέγη όλα τα μυστικά της.

Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο κατηφής. Τον εφόβιζεν η ιδέα του να συναντηθή με την νύμφην. Τι να είπη; Πώς να φερθή; Και έπειτα δεν ήτο εισέτι βέβαιος περί της συγκαταθέσεως. — Διατί η εξαδέλφη δεν έγραψε καθαρά Ναι ή όχι; Κοντός ψαλμός αλληλούια!

Μία μεγάλη εικών κρεμαμένη εκεί, παριστώσα ως νύμφην την νεαράν σύζυγόν του, λευκήν, ως κρίνον, με τον πέπλον του γάμου, ως ουρανίου αγγέλου καλλινεφές περιβόλαιον, πρασινογάλαζος και αυτή τω εφάνη ως εάν ήτο κάτω εις τον σαπφείρινον του πόντου πυθμένα, κάτωτα βαθειά, κόρη του Νηρέως ή του Τρίτωνος, οπού τον εκύτταζε μ' ένα γέλοιο, σαν να τον επερίπαιζεν. Ετρόμαξεν.

Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: «Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμωΕίτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος: &Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια......&

Στόλισέ την ως νύμφην, και άφες αυτήν εκτεθειμένην επί τινος βράχου. Εκεί θα την ζητήση ο νυμφίος τηςΕις τους πρόποδας αποτόμου βράχου, δεσπόζοντος πυκνοτάτου δάσους, κατάκειται την επομένην εσπέραν λιπόθυμος και λυσιπλόκαμος η Ψυχή, ενδεδυμένη την νυμφικήν της στολήν.