United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πούθεν είσαι, καλόπαιδο, δε μου λες; Διέκοψεν αίφνης φωνή υπερτρέμουσα τον ενωμοτάρχην. Συγχρόνως οι χωρικοί ήνοιξαν δίοδον και προσήλθεν υψηλόσωμος γέρων, υπερεκατοντούτης, μ' εξημμένην κάπως την αρρενωπήν μορφήν, αναμετρών από κεφαλής μέχρι ποδών αυτόν.

Εις τοιαύτην ευρισκόμην περί το εσπέρας ψυχής διάθεσιν ή μάλλον αδιαθεσίαν, ότε προσήλθεν ο Ροβινσών της νήσου, ο πράκτωρ καφφεπώλης, λέγων μοι μετά θαυμαστής αταραξίας: «Το ατμόπλοιο δε θα έλθη ως αύριον το πρωί.

Πιθανώς, καθώς έλεγε την παραβολήν ταύτην, η συνοδία είχε σταματήσει, και οι προσκυνηταί είχον συρρεύσει περί Αυτόν. Αφήσας αυτούς να μελετήσωσι περί της σημασίας της, και πάλιν προσήλθεν εις τα πρόσω μόνος επί κεφαλής της μακράς και θαυμαζούσης πομπής.

Υπό το κράτος του αισθήματος τούτου, όταν μετά την αναχώρησιν της επισκέψεως προσήλθεν η Χριστίνα κάπως δειλή, μαγκωμένη και πιστεύουσα ότι είχε μεγάλην ανάγκην ν' απολογηθή και να μ' εξευμενίση, αντί πάσης παρατηρήσεως ή παραπόνου έτρεξα να την ασπασθώ ολοψύχως, λέγων προς αυτήν «Μη σε μέλη». Η έκπληξίς της υπήρξε μεγάλη.

Αρέσκεται να πηδά εις τα γόνατά μας, όχι όμως και να συλλαμβάνεται αγροίκως εκ του τραχήλου, διά να τοποθετηθή επ' αυτών ως δέμα· προσκαλούμενος ουδέποτε έρχεται αμέσως ή κατ' ευθείαν, αλλά μετά τινα αναβολήν και δι' ελιγμού, ωσεί θέλων ν' αποδείξη ότι προσήλθεν ως φίλος αυθορμήτως και ουχί ως δούλος υπακούσας εις προσταγήν.

Η κυρία έκαμε μομφασμόν δυσαρεσκείας, μετά περιφρονήσεως βλέπουσα τον επίτροπον. Ήδη προσήλθεν εκεί και ο κ. Δήμαρχος. — Κύριε Δήμαρχε, τι ζητεί αυτός ο κύριος εδώ; Είπε μία των κυριών διά του ριπιδίου της δεικνύουσα τον κυρ- Μανωλάκην. — Ζητώ, κύριε δήμαρχε, να εφαρμόσω . . . τα έθιμα.

Μετά τούτους προσήλθεν ο Πάτερ Παφνούτιος, όστις βυθισμένος αείποτε εις ουρανίους εκστάσεις τόσω ολίγον εφρόντιζε περί των επιγείων, ώστε διψήσας έτυχε πολλάκις να πίη αντί ύδατος το έλαιον της κανδήλας του· ο όσιος Τρύφων, ουδέποτε φορέσας καθαρόν υποκάμισον, αλλά πάντοτε τα άπλυτα του ηγουμένου του· ο ερημίτης Νίκων, ο υποπεσών εις την αμαρτίαν της σαρκός και κλεισθείς προς μετάνοιαν εις νεκροταφείον, όπου έμεινε τριάκοντα έτη, κοιμώμενος όρθιος, ως οι ίπποι, και τρώγων μόνον τα χόρτα, άτινα εβλάστανον εκ της γης ποτιζομένης διά των δακρύων του.

Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα . . . «υιόν υποζυγίου», ώριμον προς επίσαξιν, . . . όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.

Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.

Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς.