United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι δε αύτη η εξής: Ακούσης άρα της θυγατρός του ήλθεν ο Χρύσης εις το στρατόπεδον των Αχαιών, κομίζων λύτρα και ικετεύων τον λαόν και τους βασιλείς ν' απολύσωσιν αυτήν, ή τουναντίον έπραξε ταύτα παρακινηθείς υπ’ αυτής της Χρυσηίδος; Δύσκολον τω όντι φαίνεται ημίν να πιστεύσωμεν ότι, αν έστεργεν αύτη την τύχην της παρά τω Αγαμέμνονι, ήθελεν αποφασίση ο Χρύσης, ο κάλλιστα γνωρίζων τας μεταξύ τούτου και της θυγατρός του σχέσεις, και ταύτην να λυπήση και του βασιλέως να διεγείρη την οργήν τούτο δε ενώ άπασα ήδη η παραλία και αυτός ο ναός του Απόλλωνος ήτο υπό το κράτος των Αχαιών και του παντοδυνάμου εραστού της Χρυσηίδος, ης η επιρροή ηδύνατο τα μέγιστα να ωφελήση και τον Χρύσην και τον ναόν, ου ήτο ιερεύς, και ολόκληρον την δουλωθείσαν χώραν.

Αλλά μίαν νύκτα, εκ του στρατοπέδου των πραιτωριανών έφθασεν επί λευκού θυμοειδούς ίππου είς ταχυδρόμος κομίζων την είδησιν, ότι όλοι οι στρατιώται και εν αυτή τη Πόλει ακόμη ύψωσαν την σημαίαν της αποστασίας και ανηγόρευσαν τον Γάλβαν αυτοκράτορα. Ο Καίσαρ εκοιμάτο. Αφυπνισθείς έντρομος από τας φωνάς των γυναικών του, εκάλεσε τους άνδρας της σωματοφυλακής, αλλά κανείς δεν απεκρίθη.

Μόνον ήνοιξε το δοχείον, είδε το χρυσίον και εν μεγίστη βία επανακλείσας πάλιν τούτο επανήλθεν εις την αίθουσαν των ξένων κομίζων τον θησαυρόν της Μονής.

Αλλά την στιγμιαίαν αυτήν θλίψιν, την αναπόφευκτον, διέκοψεν αμέσως ο γέρω-Μπαρέκος, επανελθών και κομίζων επ' ώμου, ποικιλόστικτον μικρόν αιγίδιον, ζωντανόν, ως ο κριοφόρος Ερμής.

Απόψε ο κυρ Στρατής μας έχει το γουρνόπουλο. Ο φίλος μου εξασκεί πάντοτε ιδιάζουσαν επιρροήν επ' εμού. Όσον μεγάλην θλίψιν και αν έχω, μόλις τον ίδω, πραΰνομαι. Είνε συντροφιά καλή τέλος πάντων, και η συντροφιά η καλή ιλαρύνει το πνεύμα, εν ώ η μοναξιά το εξαγριόνει. Έπειτα ήλθε κομίζων είδησιν καλήν. Δείπνον Χριστουγεννιάτικον.

Εκ Βιέννης εξεπήδησα εις Αμβούργον και, αφού εισέπραξα και ετοποθέτησα το κέρδος μου εις ανώνυμα χρεώγραφα, επανήλθα μετά τρεις εβδομάδας, κομίζων εις την Χριστίναν διπλάσια των όσα με είχε παραγγείλη στολίδια.

Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην. — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε; — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα. — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο Τηλέμαχος.

Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς.