United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί τέλος παν κόσμημα και παν στολίδιον δυνάμενον να καλλύνη το οπλοστάσιον αυτό του συρμού, όπου αναμένει από της πέμπτης μετά μεσημβρίαν ώρας η οικοδέσποινα, πάνοπλος προς πάσαν ενδεχομένην μάχην φιλαρεσκείας, κενολογίας ή πνεύματος.

Και μάλιστα η οικοδέσποινα της οικίας να σηκώνεται από κάποιαν υπηρέτριαν και όχι αυτή πρώτη να σηκώνη τας άλλας, είναι εντροπή να το λέγη εις τον εαυτόν του ο δούλος και η δούλη και ο υπηρέτης και αν είναι δυνατόν και ολόκληρος η οικία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφες με να ομιλήσω και να υβρίσω τόσον, ώστε η επίβουλος οικοδέσποινα τύχη, παροργιζομένη εκ των ύβρεών μου, να θραύση τον τροχόν της. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μίαν λέξιν, φιλτάτη βασίλισσα. Ζήτησε παρά του Καίσαρος την τιμήν και την ασφάλειάν σου. — Ω! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσε, αγαπητή μου. Εκ των περί τον Καίσαρα, εμπιστεύθητι μόνον εις τον Προκλήιον.

Η οικοδέσποινα της έδιδε και κάρβουνα. Είτα η γραία εζήτει προσέτι οίνον, όξος, καυσόξυλα, δαδίον, και άλλα πολλά. Αφού δ' έμενεν επί πολλάς ώρας, απήρχετο τέλος περί την δύσιν του ηλίου αποκομίζουσα όλα τα λάφυρα. Ταύτα συνέβαιναν καθ' εκάστην, αν η οικοδέσποινα τη ήνοιγε την θύραν.

Αύτη εκούσα άκουσα εγέμιζεν με έλαιον την φιάλην. — Να χαρής τα νειάτα σου, να ζήσης, να ιδής τέκνα τέκνων δεν σου βρίσκεται κανένα παληό υποκάμισο, καμμιά μαντήλα, κανένα μισοφούστανο... — Δεν μου περισσεύει τέτοιο πράγμα, έλεγεν η οικοκυρά. Μακάρι να είχα. — Για ψάξε, κόρη μου, ειμπορεί να ευρεθή. Κάμε τον κόπον. Η οικοδέσποινα εκούσα άκουσα της έδιδεν ημιτριβή τινα μανδήλαν.

Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην. — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε; — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα. — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο Τηλέμαχος.

Ο νωθρός είτε φιλόπονος εργάτης, ο θεοσεβής είτε κουτοπόνηρος γέρων, ο φιλόχριστος ιερεύς, η καθαρά και φιλόκαλος οικοδέσποινα, η προκομμένη κόρη, η φρόνιμος γραία, όλοι γνωρίζονται μεταξύ των όπως και το καλό κρασί. Και από τα χαρίσματα τα οποία τυχόν έχει έκαστος, μορφούται εν τη μικρά κοινωνία η καλή ή κακή ιδέα, περί της μελλούσης τύχης του.

Ώστε δεν είναι δικό τους λάθος, είπε ο Μαρτίνος. Οι περισσότεροι πονταδόροι, που δεν καταλαβαίνανε τίποτε απ' αυτά τα λόγια, πίνανε· κι' ο Μαρτίνος συζήτησε με το σοφό, κι' ο Αγαθούλης διηγήθηκε μερικές του περιπέτειες στην οικοδέσποινα. Μετά το δείπνο, η Μαρκησία οδήγησε τον Αγαθούλη στην κάμαρά της και τον έβαλε να καθίση σ' έναν καναπέ.

Μη θαρρείτε πως θα είσθε πάντα νέαις, πως θα έχετε πάντα τους άνδραις σας να σας κουβαλούν. Έχετε του κόσμου τα καλά, μα είναι ψεύτικα. Έρχεται μια ώρα και γίνονται άφαντα όλα. Φαγητά, πιοτά, στολίδια, φορεσιές, ασημικά, διαμαντικά, όλα φεύγουν. Κ' εγώ είχα. Τώρα δεν έχω ουδέ ψωμί. Η οικοδέσποινα επτοείτο συνήθως εκ των λόγων τούτων και ήνοιγεν.

Η οικοδέσποινα ευηρεστήθη να μου προσφέρη καφέ και να με θαμβώση και πάλιν με την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών και της χρυσής της κόμης, ο δε ξερασωμένος αρχαιολόγος, αφού μοι παρεχώρησεν αντί εκατόν μόνον φράγκων δύο σπάνια νομίσματα των Συρακουσών, ηυδόκησε να με πληροφορήση ότι, αν πλην των οφθαλμών και της κόμης επεθύμουν να μεταΐδω και τας κνήμας της κυρίας του, ηδυνάμην ν' απολαύσω την ευχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων το εσπέρας εις το θέατρον Vittorio Emmanuele, όπου ήτο δευτέρα χορεύτρια.