United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη μου ειπήτε όχι, μη μου το ειπήτε! Η ευτυχία είνε φιλάνθρωπος και γενναία. Δεν σας ζητώ έλεος. Σας στέλλω είκοσι αντίτυπα των ποιημάτων μου. Αδελφώσατε την μούσαν μου με τον πλούτον σας. Ο κομιστής αναμένει απάντησιν. Συννεφάκος. — Συννεφάκος; ερωτά η Κ. Περδίκη, ποίος είν' αυτός; — Ένας κακομοίρης . . . — Και τι δουλειάν κάμνει; — Δεν το ήκουσες από το γράμμα του; στίχους γράφει.

Αι εκατόν χιλιάδες παρεμβαίνουσι διαρκώς μεταξύ των οφθαλμών της και των γραμμών του βιβλίου, και η φαντασία της μεθίπταται από σχεδίου εις σχέδιον και από επινοίας εις επίνοιαν. Το προσφιλέστατον όμως των ονείρων, άτινα πλάττει γρηγορούσα η κυρία Περδίκη, είνε να ταξιδεύση. Αφότου ενυμφεύθη, δεν είδεν Ευρώπην. Και την επεθύμει τόσον, ότε ήτο έτι δεσποινίς!

Τρο-με-ρός! απαντά ο Τηλέμαχος εις την δευτέραν, καταπίπτων επί μιας καθέδρας, απομάσσων τον ευγενή του μετώπου του ιδρώτα δι' ευώδους μικρού μανδηλίου και ανάπτων έν σιγάρον υπό την ρίνα σχεδόν της μητρός του. — Εξαίρετα! απολαμβάνει η κόρη συμπληρούσα την απάντησιν εις τας ερωτήσεις της μητρός αυτής. Και επιλαμβάνεται η αβρά δεσποινίς να αφηγηθή εις την Κ. Περδίκη την υπόθεσιν της Μascotte.

Πάντα ταύτα ανακυκώνται φύρδην μίγδην εν τη διανοία του Περδίκη, και ο Περδίκης βαίνει γοργώ τω βήματι, απομάσσων διά της παλάμης τον ιδρώτα του μετώπου του, χωρίς καν να προσέχη πού διευθύνεται. Τέλος αργά, πολύ αργά, ευρίσκεται ανεπαισθήτως προ της θύρας του οίκου του.

Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν της πάσαν δυνατήν και θεμιτήν καλπονόθευσιν. Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η θύρα σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος, υιός και θυγάτηρ του Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού θεάτρου.

Ούτω δε εντός δεκαετίας μόλις από του γάμου του Περδίκη εντελής και γενική μεταμόρφωσις επήλθε βαθμηδόν εν τω οίκω του, πάσαι δε της οικογενείας αυτού αι κάμπαι προέκυψαν ημέραν τινά του βόμβυκος αυτών περικαλλείς χρυσαλλίδες. Και ο οίκος αυτός μετεμορφώθη, και η κυρία μετέβαλεν ομιλίαν και ράπτριαν, και ο κύριος ήλλαξεν έργον και άλυσιν του ωρολογίου του.

Αλλ' όλη όμως αύτη η φαντασμηγορία ολίγα μόνον δευτερόλεπτα διήρκεσεν. Ο Περδίκης έβαλε βραγχώδη κραυγήν, μίαν μόνην και μονοσύλλαβον· Και εξήλθε της αιθούσης. — Κύριε Περδίκη, κύριε Περδίκη! — Δικός σας είνε ο πρώτος; — Σας συγχαίρομεν! — Και εις άλλα! — Σταθήτε δα! — Μη λησμονήσετε την προίκα του κοριτσιού.

Κατά φυσικώτατον δε συνειρμόν ιδεών αρχίζει αμέσως η κυρία Περδίκη να δημιουργή εσθήτας και επανωφόρια, και πίλους και πετάσσους, και τρίχαπτα και ταινίας, να κόπτη, να ράπτη, να συμφωνή τιμάς, να δοκιμάζη φορέματα ενώπιον μεγάλων κατόπτρων, διπλών και τριπλών, να κομψεύεται επιχαρίτως ενώπιον των παρισινών ραπτριών, και να ακούη μετά προσπεποιημένης και μετριόφρονος αιδούς τας προς τα σωματικά της κάλλη κολακείας των.

Ο Κύριος Περδίκης παίζει μετά της κυρίας του σ κ ο υ π ι σ τ ή ν. Συνάπτων θυμοσόφως το τερπνόν τω ωφελίμω, προτιμά την εσπέραν μετά το δείπνον το παιγνίδιον αυτό παντός άλλου, διότι και ευχαρίστησιν αισθάνεται πολλήν, οσάκις σκουπίζει από της τραπέζης τα χαρτία, και γυμνάζεται οπωςδήποτε εις το έργον του. Το έργον του Περδίκη δεν είνε ακριβώς ωρισμένον, ή κάλλιον ειπείν δεν είνε έν και μόνον.

Εγώ ημπορώ να σας χρησιμεύσω, και διά τούτο ήλθα να σας ιδώ . . . να συννενοηθώμεν, αν θέλετε. — Με μεγάλην μου ευχαρίστησιν, απαντά ο μεσίτης, και ανακόπτει προς στιγμήν το βήμα του. Περί τίνος πρόκειται; — Κύριε Περδίκη, έχετε εχθρούς! . . . — Ναι, βέβαια, βέβαια. — Αλλά του λόγου σας έχετε κακούς εχθρούς. Σας κατατρέχουν πολύ, σας κακολογούν, θέλουν να σας βλάψουν εις την κοινωνίαν.