United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το μέσον ηπλωμένου τάπητος έμενεν ανοικτόν μέγα ταξειδιωτικόν καλάθιον. Ζώναι, πέπλοι, πολύτιμοι λίθοι, δακτύλιοι, ενώτια ειργασμένα με χρυσόν, εξεχύνοντο εξ αυτού φύρδην μίγδην. Η νεάνις εκ διαλειμμάτων έκυπτε προς τα πράγματα εκείνα και τα ετίνασσεν εις τον αέρα. Εφόρει ως αι Ρωμαίαι χιτώνα από λεπτόν σγουρόν ύφασμα και πέπλον με σμαραγδίνους κροσσούς.

Δίπλα εις την μεγάλην τράπεζαν της δασκαλοκαθέδρας, όπου απετίθεντο συνήθως οι έλεγχοι και κατάλογοι, ως και τα τετράδια των μαθητριών, επί του μικρού τραπεζίου του χρησιμεύοντος διά την διδασκαλίαν και εξάσκησιν των χειροτεχνημάτων, έκειντο φύρδην μίγδην μερικά αντικείμενα ξένα όλως, προς το Σχολείον, τα οποία ήτο όλως άπορον πώς ευρέθησαν εκεί.

Άμα έφθασαν εις τας όχθας του ποταμού τούτου ερρίφθησαν εντός αυτού φύρδην μίγδην και όλοι ηγωνίζοντο τις να διαβή πρώτος· αλλ' οι εχθροί, οι οποίοι τους ηκολούθουν εκ του πλησίον, κατέστησαν την διάβασιν δυσχερεστάτην. Οι Αθηναίοι, αναγκασμένοι να προχωρούν αθρόοι, έπιπταν οι μεν επί των δε και κατεπάτουν αλλήλους.

Βενεδίκτου, άνδρες τε και γυναίκες, έζων εκκλησιαστική αδεία φύρδην μίγδην εν τοις μοναστηρίοις. Κατά τινας χρονογράφους αι σχέσεις αύται ήσαν αθώαι και άσπιλοι ως αι του ημετέρου Αγ. Αμούν, συγκατοικήσαντος δεκαοκτώ όλα έτη μετά της συζύγου του, ήτις απέθανε παρθένος• κατά τον Μουρατόρη όμως εκ της τοιαύτης επιμιξίας εγεννώντο πολλάκις σκάνδαλα και παιδία.

Πάντα ταύτα ανακυκώνται φύρδην μίγδην εν τη διανοία του Περδίκη, και ο Περδίκης βαίνει γοργώ τω βήματι, απομάσσων διά της παλάμης τον ιδρώτα του μετώπου του, χωρίς καν να προσέχη πού διευθύνεται. Τέλος αργά, πολύ αργά, ευρίσκεται ανεπαισθήτως προ της θύρας του οίκου του.

Ξέρεις, μια βδομάδα τώρα καθόμουν απ' τη φράχτη μας κ' έβλεπα την καλλιέργεια πούκανε. Μα τι έκανε; Την κακή του ημέρα. Δέντρα, δέντρα, δέντρα· τον αποδάσωσε τον τόπο. Και τι; όλα ανάκατα, φύρδηνμίγδην. Σήμερα λοιπόν δε βάσταξα! Να χαθή, είπα· ας πάω να τον συμβουλέψω. Τι θα είπη πως μου πήρε το χτήμα· αύριο πάλε το παίρνω. — Σωστό· εψιθύρισε ο Δημητράκης σοβαρά.

Απεκοιμήθη μίαν εσπέραν ελαφρά, υποψιθυρίζουσα καθ' εαυτήν την λέξιν ταύτην, την οποίαν της είχεν εκσφενδονίσει την ιδίαν ημέραν μία συγγενής εχθρά της: «Ούτε τα κόκκαλά μας να μη σμίξουνΑπεκοιμήθη και ενθυμείτο το κοιμητήρι, το οστεοφυλάκιον του παλαιού νεκροταφείου της μικράς πόλεως, πλησίον του οποίου συχνά επερνούσεν επιστρέφουσα την εσπέραν από τον αγρόν της, και όπου έβλεπε τα λευκά ή κιτρινωπά κόκκαλα των νεκρών, όλα φύρδην μίγδην, όλα ομού κείμενα, χωρίς να δύναται οφθαλμός να διακρίνη τίνα ήσαν το οστά των υπαρξάντων πάλαι ποτέ φίλων και τίνα τα των εχθρών.