United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλην την ημέραν η Ευανθία, ούτε τας μαθητρίας απέπεμψεν, ούτε μάθημα είχεν όρεξιν να κάμη, αλλ' αυτοσχεδίασε προχείρους ανακρίσεις, και ήρχισε να εξετάζη τα κοράσια αν εγνώριζον τίποτε ως προς τα μαγικά αντικείμενα τα ευρεθέντα εις το Σχολείον. Προ πάντων ήτο άπορον, πώς και πόθεν εισήλθε το πρόσωπον το οποίον είχε ρίψει αυτά τα περίεργα πράγματα εντός του Σχολείου.

Οπού θα πη απ' αυτόν εξαρτώνται οι νόμοι και οι προφήται. Λοιπόν ερωτάς ύστερα πού ευρίσκει τα χρήματα; Ο κύριός μου έχει χιλιάδαις χιλιάδων φλωρίων εις την διάθεσίν του. — Μεγάλο πράγμα αυτό, είπεν ο Γύφτος στενάζων. — Και δι' αυτό ο κόσμος δεν έχει άδικον να τον λέγη μάγον. Περισσότερον από τα άλλα όλα, τούτο μου φαίνεται να τον κάμνη μάγον. Διότι είνε άπορον πού τα ευρίσκει τα χρήματα.

Ουδέν επομένως άπορον, ότι πιστεύονται ως επί το πολύ οι ο,τιδήποτε περί ημών γράφοντες ξένοι, και ότι τόσον ημείς τιμώμεν και ευλογούμεν τους υπέρ ημών γράφοντας. Και τι δεν εγράφη υπέρ ημών κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους! Αν από χρόνου ήδη μακρού δεν είχομεν απομάθει τον υπό βλεφάροις φοίνικ' ερύθημα προσώπου,

Τοιαύτη εν συντόμω υπήρξεν η κραταιά εκείνη διδασκαλία, και δεν είνε άπορον ότι οι ακούσαντες εξεπλάγησαν επ' αυτή. Η δε κυριωτέρα έκπληξίς των ήτο ότι εδίδασκεν «ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι Γραμματείς». Η διδασκαλία των Γραμματέων ήτο στενή, δογματική, υλική.

Πάντοτε καλόν, και μην έχης κακήν ιδέαν, Βούγκο. — Πώς θα με κάμης να πιστεύσω; — Δεν ειμπορώ. Αφού πρώτα πρώτα με είπες ψεύστην. Ο Βούγκος συνέστειλε τα χείλη, έσεισε την κεφαλήν και δεν εύρεν άλλην λέξιν να είπη. Άπορον δ' εφαίνετο και εις αυτόν ότι κατώρθωσεν ήδη να είπη τόσας, όπερ δεν ενθυμείτο αν συνέβη άλλοτε. Η τρίτη απουσία του Γύφτου παρετάθη επί μίαν εβδομάδα. Μήτηρ και υιός.

Γίνεται δε και η όσφρησις διά του μεταξύ αυτής και του οσφραντού μεσολαβούντος, οποίον είναι ο αήρ ή το ύδωρ. Και διά τούτο άπορον φαίνεται, αν πάντα τα ζώα ταύτα ομοίως αισθάνονται την οσμήν. Και το να είναι ουχί αισθητόν το πράγμα, το οποίον επιτίθεται επ' αυτού του αισθητηρίου, τούτο είναι κοινόν εις όλα τα ζώα.

Τι το άπορον, αν η εργασία γίνεται ως επί το πολύ κακή και ατελής, αφού κεντρίζει μεν αυτήν αδιαλείπτως η ανυπομονησία, σκέπει δε και προστατεύει η ανοχή, ήτις και αυτή, ως ελέγομεν, την ανυπομονησίαν έχει ρίζαν και φύτραν;

Δεν είναι λοιπόν άπορον εάν η επιχείρησις αύτη, ωργανωθείσα υπό τοιούτων συνετών, και πολλών ανδρών, επέτυχε μολονότι ήτο μεγάλη, διότι ήτο πολύ δύσκολον, εκατόν έτη μετά την κατάλυσιν των τυράννων, να στερήσουν της ελευθερίας του τον δήμον των Αθηναίων όχι μόνον ασυνείθιστον εις το υπακούειν, αλλά μάλλον συνειθισμένον, υπέρ το ήμισυ της περιόδου ταύτης, να άρχη άλλων.

Ο Βαγγέλης εφυλάχθη, προέτεινε το λαγούτο ως ασπίδα και η οργίλη γυνή δεν επρόλαβε να του καταφέρη άλλην. — Θέλησα να σου κάμω, μια πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τo ζήτησες... είπες, γιατί να μην παίζω όταν είμαι μονάχος, όπως κάνουν οι μερακλήδες. — Εγώ σου είπα, με το λαγούτο να μην καταπιάνεσαι. Άπορον πώς είχε τόσην ετοιμότητα.

Άπορον δε είνε αληθώς, πώς εξέφυγον μέχρι τούδε την προσοχήν των ποδηλατών. Δεν εννοώ τι θα τους εμπόδιζε να εισβάλωσι και εις αυτά. Ίσως τους αποθαρρύνει κάπως η ιδέα, ότι καλλίτερον είνε να π έ φ τ η κ α ν ε ί ς ε ι ς τ α μ α λ α κ ά. Δόξα τω Θεώ! Ιδού τέλος και έν πεζοδρόμιον κενόν.