United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καμιά φορά, όταν παν κ' έρχουνται οι λογισμοί, όταν περνά η μέρα και δεν μπορώ άλλο να θυμηθώ παρά την ώρα εκείνη που την αποχαιρέτησα, όταν τη βλέπω που μ' αποχαιρετά και δε μου βγαίνει ο χωρισμός από την καρδιά κι από το νου, τότες μου φαίνεται πως πάλε μ' αφίνει και με μιας θολοσκεπάζεται ο κόσμος, πως κατεβαίνει κατεβαίνει η καταχνιά... Το νοιώθω πως την αγαπώ σαν και πρώτα και το νοιώθω πως είναι αδύνατο να κάμω χωρίς τη Μοιρίτα.

Και πολλάκις μεν νομίζω ότι με πολλήν ευχαρίστησιν θα τον έβλεπα να μην υπάρχη μεταξύ των ανθρώπων αλλ' αν πάλιν εγίνετο τούτο, είμαι βέβαιος ότι πολύ μεγαλυτέρα θα ήτον η στενοχωρία μου, εις τρόπον ώστε δεν ηξεύρω, πώς να κάμω με τον άνθρωπον αυτόν.

Ερυξίμαχε, είπεν, οφείλεις ή να μου παύσης τον λόξυγκα ή να ομιλήσης συ εις την θέσιν μου έως ότου να παύση. — Θα κάμω και το ένα και το άλλο, είπεν ο Ερυξίμαχος. Δηλαδή εγώ μεν θα ομιλήσω εις την θέσιν σου, συ δε εις την ιδικήν μου, όταν το κακόν περάση· εφ' όσον δε εγώ ομιλώ, αν μεν προτιμάς, κράτησε την αναπνοήν σου αρκετήν ώραν και ο λόξυγκας θα παύση· ειδεμή, γαργαρίσου με ολίγον νερόν.

Η Δαρδανέ έμεινεν ωσάν νεκρά εις τέτοιαν ερώτησιν· ζητήσατε, λέγει ο Σουλτάνος των ευνούχων του, να εύρετε εκείνον τον τολμηρόν διά να κάμω την εκδίκησιν.

Εγώ διά να κάμω τέλειον το καλόν υπήκουσα και την επήρα εις τες πλάτες μου, και την έφερα εις την χώραν, και βάνοντάς την εις ένα σπήτι που ευθύς ηύρα, επήγα και έκραξα ένα ιατρόν διά να την ιατρεύση· και μετά δύο ημέρας που αγροικήθη κομμάτι καλύτερα, έγραψε μίαν γραφήν και βάνοντάς μου την εις το χέρι, μου είπε· Σύρε τούτην την γραφήν εκεί που συνάζονται οι πραγματευτάδες· ζήτησε έναν που τον λεν Μαϊάρ, και δος του την εις το χέρι και έπαρε εκείνο που θα σου δώση.

Αλλά τι έπρεπε να κάμω όταν τον έβλεπα εν καιρώ ημέρας να πετά εις τον αέρα και να βαδίζη επάνω εις το νερόν ή να περιπατή επάνω εις την φωτιάν με όλην του την ησυχίαν; Συ με τα μάτια σου, του είπα, τον είδες αυτόν τον υπερβόρειον να πετά ή να βαδίζη επάνω εις το νερόν; Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεόδημος• εφόρει δε εις τα πόδια του καρβατίνας όπως συνηθίζουν εις τον τόπον του.

Επεριπάτησα όλην εκείνην την νύκτα χωρίς να ηξεύρω πού υπάγω, και το ταχύ στεκόμενος εις ένα τόπον διά να αναπαυθώ, βλέπω ένα ενδεδυμένον με φόρεμα πολλά παράξενον ο οποίος πλησιάζοντας κοντά μου με εχαιρέτησε, και μου έδωσεν ένα κλωνάρι δάφνης, που είχεν εις το χέρι, έπειτα άρχισε να τραγουδή διά να του κάμω καμμίαν ελεημοσύνην.

Έτρεξα τότε εις το δακτυλίδι μου, ακολούθησεν ο Μωκβάλ, και εκαμώθηκα πως είμαι άρρωστος διά κάμποσες ημέρες, και υστερότερα, διά να κάμω να πιστεύση ο λαός των Ναϊμάνων ότι ήμουν αποθαμμένος, έλαβα μορφήν νεκρού, και κάνοντάς μου τα έξοδα, με έθαψαν με μεγάλην παρρησίαν.

Μόνε πού μέτρο, Φύλλι μου, στο νου μου έχη απομείνη, Να λογαριάση το κακό, και το καλό να κρίνη; Οι στοχασμοί μου κείτουνται σ' αγάπης σου το βάθος, Να τους τραβήσω δεν μπορώ, να μη βρεθώ σε λάθος. Γιατί όποτε διαλογιστώ, αρχή και τέλος κάνω, Εσένα πρώτη υπόθεσιεκείνο ν' αναβάνω. Για τούτο κι' είναι αδύνατο απόφασι να κάμω Όξω οχ τη σφαίρα που είσαι εσύ, στιμή να παραδράμω.

Μάλιστα θα το κάμω αυτό, αν θέλη ο θεός, Ιππία μου. Τόρα όμως δώσε μου μίαν σύντομον απάντησιν δι' αυτό. Και καλά έκαμες, σε βεβαιώ, που μου το ενθύμισες.