United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΩΜΑΙΟΣ Αγάπη μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι ώραν να σου στείλω το μήνυμά μου αύριον; ΡΩΜΑΙΟΣ Κοντά εις τας εννέα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πολύ καλά· μου φαίνεται ως τότε δέκα χρόνια. Εξέχασα τι σ' ήθελα και σ' έκραξα οπίσω. ΡΩΜΑΙΟΣ Εδώ να μένω άφησε ως που ‘ς τον νουν να σ' έλθη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θα το ξεχνώ, να σε κρατώ εδώ να περιμένης, και θα θυμούμαι μοναχά πως θέλω να σε βλέπω.

Και αφού έκαμα να την θάψουν με εκείνην την τιμήν που της έπρεπεν, έκραξα τον Αμαδεδίν εξαδελφόν μου, και του λέγω· εξάδελφέ μου, με το να μην έχω κληρονόμον, σου απαραιτώ τον θρόνον του Μουσούλ να χαρής την βασιλικήν μεγαλειότητα, επειδή και εγώ θέλω να περάσω το επίλοιπον της ζωής μου ωσάν απλούς άνθρωπος, από τον μεγάλον πόνον που έχω διά τον χαμόν της αγαπημένης μου Ζεμπρούδας.

Ήξευρε λοιπόν πως πριν να υπάγω εις την πυρκαϊάν διά να θυσιασθώ, έκραξα τον πρώτον των ιερέων, και του έταξα αργύρια, εις πολλήν ποσότητα, διά να με ελευθερώση από την φωτιάν, που έμελλα να καώ.

Αλλ' εγώ δεν είχα την ελαχίστην διάθεσιν ν' αποτελέσω τοιούτου τροπαίου μέρος, ούτε να προμηθεύσω το πτώμα μου ως στολισμόν εις τας κεραίας Τουρκικής ναυαρχίδος, και ήθελα διά παντός τρόπου να επιστρέψω εις Τήνον, προλαμβάνων του εχθρικού στόλου την αναχώρησιν. Έκραξα τον Παντελήν και εξήλθομεν του καφενείου. Ο όνος δεμένος έξωθεν αυτού, επερίμενε φέρων εις την ράχιν του το βαρέλιόν μου.

Οι ιππόται δεν ήρχοντο την νύκτα εις το νοσοκομείον, και ουδείς άλλος πλην αυτών επλησίαζεν εις τα τείχη, φρουρούμενα άλλως έξωθεν υπό στρατιωτών. Τις ήτο ο κρούων την θύραν; Επλησίασα ακροποδητί και ηκροάσθην. Δυνατόν να ηπατώμην. Ο κτύπος ήτο ασθενής και άτολμος, και ήλεγχε τους δισταγμούς του κρούοντος. Εν τούτοις μετά τινας στιγμάς επανελήφθη. — Ποίος είνε; έκραξα. — Άνοιξε, απήντησεν έξωθεν.

Εγώ διά να κάμω τέλειον το καλόν υπήκουσα και την επήρα εις τες πλάτες μου, και την έφερα εις την χώραν, και βάνοντάς την εις ένα σπήτι που ευθύς ηύρα, επήγα και έκραξα ένα ιατρόν διά να την ιατρεύση· και μετά δύο ημέρας που αγροικήθη κομμάτι καλύτερα, έγραψε μίαν γραφήν και βάνοντάς μου την εις το χέρι, μου είπε· Σύρε τούτην την γραφήν εκεί που συνάζονται οι πραγματευτάδες· ζήτησε έναν που τον λεν Μαϊάρ, και δος του την εις το χέρι και έπαρε εκείνο που θα σου δώση.

Αλλά προς τι; Κατά τι θα ωφελήση τούτο; Το λάθος μου δεν διορθώνεται, η νεκρά μου δεν θ' αναζήση. Διατί να διακοινώσω εις τον ξένον τούτον ό,τι ουδείς γνωρίζει; Ότε εν τη απελπισία μου έκραξα ότι εγώ την εφόνευσα, παρεξήγουν πάντες τους λόγους μου και ενόμιζον ότι παρεφρόνησα εκ της λύπης! Ας μείνη διά παντός άγνωστον το φρικτόν μυστικόν μου.

Τίποτε δεν ημπορώ να σου αρνηθώ μου είπεν η Τζελίκα, μα προβλέπω πως θέλει μας προξενηθή μεγάλη δυσαρέσκεια. Όχι, βασίλισσά μου, της είπα, μη φοβάσαι από αυτόν κανένα εναντίον, και στάσου ήσυχα επάνω εις του λόγου μου. Τελειώνοντας ετούτα τα λόγια έκραξα τον Φακύρην και τον επαρουσίασα εις την βασιλοπούλαν.

Και τέλος πάντων βλέποντας πως αυτή μου εσύγχιζε την ανάπαυσιν έστειλα κρυφίως και έκραξα τον άνδρα της, τον έμβασα εις τον οντά μου, και με τον ακόλουθον τρόπον του ωμίλησα.

Τον είδα με τα μάτια μου εγώ, Μίκυλλε. ΜΙΚ. Αυτός το έκλεψε και έπειτα έκανε όρκους σ' όλους τους θεούς ότι δεν ήξευρε τίποτε; Αλλά γιατί δεν εφώναζες τότε, κυρ Πετεινέ, και δεν με ειδοποιούσες όταν έβλεπες ότι μας ελήστευαν; ΠΕΤ. Δεν μπορούσα τότε να μιλήσω, αλλ' έκραξα. Τέλος πάντων τι ήθελες να πης για τον Σίμωνα; ΜΙΚ. Είχε ένα ανεψιόν υπερβολικά πλούσιον που λεγότανε Δριμύλλος.